United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σαϊτονικολής, αναβλέψας εις έν παράθυρον, διέκρινε μεταξύ βασιλικών και γαρυφάλων ωραίον πρόσωπον κόρης, ήτις επότιζε τα άνθη της. Και την εχαιρέτησε με στοργικήν οικειότητα: — Καλή σπέρα, Πηγιό. — Καλή σου σπέρα, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν εκ του παραθύρου φωνή δροσερά και θαρρετή. Καλώς τον εδέχτηκες κιόλας τον ακριβοθώρετο. — Ώμορφους βασιλικούς έχεις, Πηγιό, είπεν ο Σαϊτονικολής.

Εβγήκα έξω από την πολιτείαν και διά να γίνω αγνώριστος εξυράφισα τα γένεια και τα φρύδια και ενδύθηκα τούτο το φόρεμα των δερβισάδων και από τόπον εις τόπον κατήντησα σήμερον εις ταύτην την πολιτείαν και εις την πόρταν του κάστρου εσταμάτησα ολίγον διά να αναπαυθώ, ότε μετ' ολίγον βλέπω και φθάνει ο άλλος δερβίσης, ο οποίος με εχαιρέτησε και εκάθισε πλησίον μου και εγνωρίσθημεν και οι δύο ξένοι και ενώ συνομιλούμεν, ιδού φθάνει και ο τρίτος και αυτός ξένος και ενώθημεν ωσάν αδελφοί και απεφασίσαμεν να μη χωρισθώμεν.

Το κοντόβραδο έρχεται εκεί προς τα παιδιά, τα οποία εν τω μεταξύ δεν είχαν κινηθή, μία νέα γυναίκα με ένα καλάθι εις τον βραχίονά της, και φωνάζει από μακράν: Φίλιππε, είσαι πολύ φρόνιμος. Με εχαιρέτησε, την ευχαρίστησα, εσηκώθηκα, επλησίασα και την ερώτησα αν ήτον η μητέρα των παιδιών.

Τον εχαιρέτησε με φιλικήν φαιδρότητα, απηύθυνε δε φιλοφρονήματά τινα και προς τον Μανώλην, όστις εις απάντησιν του ανέτρεψεν ένα ναργιλέν, περιπλακέντων των ποδών του εις το μαρκούτσι. Δεν ενόει άλλως και καλά καλά τι του έλεγεν αυτός ο άνθρωπος, όστις μετεχειρίζετο λέξεις μη συνειθιζομένας εις την Κρήτην.

Αναπαυόμενοι αυτοί εις εκείνα τα δένδρα, βλέπουν ένα γέροντα που έβγαινεν από την χώραν, και ήρχετο εκεί διά να πάρη τον αέρα, και πλησιάζοντας εις αυτούς τους εχαιρέτησε με χαροποιόν πρόσωπον, έπειτα εκάθισε κοντά τους.

Όταν συναντήθησαν, ο Τριστάνος κράτησε από τα χαλινάρια το άλογο της Ιζόλδης, εχαιρέτησε το Βασιληά και είπε: «Βασιληά, σου παραδίνω πάλι την Ιζόλδη την Ξανθή. Μπροστά σ' όλο τον κόσμο εδώ, ζητώ να με παραδεχτής στην Αυλή σου για να μπορέσω να υπερασπίσω τον εαυτό μου κατά των συκοφαντών. Ποτέ δεν εδικάστηκα. Διάταξε, Βασιληά, να δώσω μάχη. Αν νικηθώ, κάψε με στο θειάφι.

Ο Καλίφης, αφού τον εχαιρέτησε με όλον το σέβας, του είπε· πως έχοντας ακούσει από πολλούς την φήμην του καλού του ονόματος δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μην έλθη να τον απολαύση, και να λάβη την τιμήν να ιδή με τα μάτια του τα όσα ήκουσε να του διηγηθούν.

O Μανώλης εμαρμάρωσεν η δε Πηγή, αφού έρριψε προς μεν τας όρνιθας την υπολειπομένην εις την ποδιάν της κριθήν, προς δε τον Μανώλην το μελαγχολικώτερόν της βλέμμα, εξηφανίσθη. Ο Θωμάς εχαιρέτησε τον Μανώλην με μειδίαμα λύκου και ίσως δεν θα παρέλιπε και την ευκαιρίαν εκείνην διά να του δώση έν από τα συνήθη του μαθήματα, αν ο Μανώλης δεν έσπευδε ν' απομακρυνθή.

Έχει πάντοτε τέτοια βιασίλα!, είπεν η άλλη. «Τον χωρίζομαι όχι με χαράκαι με αυτά τα λόγια έτρεξαν και αι δύο πέρα. Εχαιρέτησε και της κατσικούλες του και αυταί εμηκώντο και ήθελαν να τον ακολουθήσουν «μμε ε ε, μμε ε ε»· ήτο πολύ λυπηρόν!

Ο Ρουσκάδ φθάνοντας εκεί εξεπέζευσε, και αφού τον εχαιρέτησε, του είπε· βασιλέα, έρχομαι διά να σου προμηνύσω μίαν χαρμόσυνον είδησιν· η βασίλισσα των Ναϊμάνων, που εδιώχθη ωσάν μια μάγισσα από την βασιλεία σου, και με όσα υπέφερεν από τότε έως τώρα, σε βεβαιώνω ότι δεν απόθανεν ακόμη, αλλά ζη.