United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Μεγαλειότατε, διάταξε τον ανηψιό σου να πάη αύριο την αυγή καλπασμό στο Καρδουέλ μια επιστολή σε περγαμηνή καλοσφραγισμένη με κερί, για το Βασιληά Αρθούρο. Ο Τριστάνος κοιμάται κοντά στο κρεββάτι σου. Βγε από το δωμάτιό σου την ώρα του πρώτου ύπνου, και σ' το ορκίζομαι στο Θεό και στο νόμο της Ρώμης, πώς αν αγαπάη την Ιζόλδη με τρελλή αγάπη θα θελήση να της μιλήση προτού φύγη.

Τότε αφτοί κομάτια τις λιανίζουν, 120 τις δένουν στα μουλάρια τους, κι' αφτά γοργά πατώντας πήραν του κάμπου το στρατί μέσα απ' τα πυκνολόγγια. Ακόμα κι' όλοι κούτσουρα οι άντρες κουβαλούσαντι τέτια διάτα διάταξε ο καπετάν Μηριόνηςκαι μονοσκοίνι φτάνοντας στο περιγιάλι, χάμου 125 τα ρήχνανε όπου 'να λαμπρό μνημούρι ο Αχιλέας μελέταε για τον Πάτροκλο να στήσει και δικό του.

Ας είνε, είπεν ο ανθύπατος, προς χάριν σου• αλλ' εάν το επαναλάβη, τι πρέπει να πάθη; Και ο Δημώναξ απήντησε• Διάταξε τότε να μαδηθή και αυτός. Όταν δε κάποιος, εις τον οποίον ο βασιλεύς ενεπιστεύθη την διοίκησιν στρατευμάτων και μιας χώρας εκ των μεγαλειτέρων, ηρώτησε τον Δημώνακτα πώς έπρεπε να κυβερνήση, Χωρίς θυμόν, απήντησεν ο φιλόσοφος. Να λέγης ολίγα και ν' ακούης πολλά.

Φέρνοντας την Αθήνα στην Πόλη μας προστατεύανε μαζί με το χριστιανισμό και τη γλώσσα. Άλλο έργο του Μικρού Θεοδοσίου είταν ο νέος Κώδικας που στα 429 διάταξε να συνταχτή από εννιά διαλεχτούς νομικούς του καιρού του.

Αλλά, καθώς θα το δήτε πάρα κάτω, θα πάη με αισχρό θάνατο. Ο Βασιληάς διάταξε και του σέλλωσαν το άλογο, έζωσε το σπαθί του, και ολομόναχος, έφυγε από την πολιτεία. Καλπάζοντας, θυμήθηκε τη νύχτα όπου είχε πιάσει τον ανηψιό του: τι τρυφερότητα είχε δείξει τότε για τον Τριστάνο η Ιζόλδη η Ξανθή, με το φωτεινό πρόσωπο. Αν τους πιάση, ω! πώς θα τιμωρήση τα μεγάλα τους κρίματα!

Έπειτα το είπαν του Βασιληά Μάρκου, κ' εκείνος διάταξε να μη ξανακόψουν πεια το θάμνο. Άρχοντες, οι καλοί τροβαδούροι του παληού καιρού, ο Βερούλ, κι' ο Θωμάς, κι' ο άρχοντας Άιλχαρτ, κι' ο κύριος Γκόττφριδ, αφηγήθηκαν αυτή την ιστορία για κείνους που αγαπούν, όχι για τους άλλους. Σας στέλνουν με μένα το χαιρετισμό τους.

Οι έφιπποι χωροφύλακες κινήθηκαν να μας χωρίσουν, αλλά το μέρος ήτο πολύ ανώμαλο κιαπό τις πέτρες τάλογα αφηνίασαν. Μόνον η φωνή του Δασκάλου μας, που διάταξε «Παύσατε πυρ!», έδωκε τέλος στη μάχη. Κιαληθινά ο Βέροβιτς κιντύνεψε ή να πέση από τάλογο ή να του σπάσουν οι πέτρες το κεφάλι. Ήτον όμως καλοκάγαθος και δεν έδωκε σημασία στο επεισόδιο.

— Ό,τι ορίσης συ· διότι οφείλομεν να σε υπακούωμεν· ιατρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων · διάταξε λοιπόν ό,τι θέλεις. — Άκουσε τότε, είπεν ο Ερυξίμαχος. Ημείς, πριν να έλθης συ, είχαμεν εύρει πρέπον να ομιλήση καθένας με την σειράν του, όπως θα ημπορούσε καλύτερα, περί Έρωτος, εγκωμιάζων αυτόν, αρχής γινομένης εκ δεξιών. Και ημείς μεν οι άλλοι όλοι ωμιλήσαμεν.

Έγινε σιωπή, την οποίαν διέκοψε τέλος ο Τιγγελίνος διά των λέξεων τούτων: — Σοι το είπον ήδη, Καίσαρ, διάταξε το και καίω το Άντιον. Ή, εάν τυχόν λυπήσαι τας επαύλεις ταύτας και τα μέγαρα ταύτα, θα πυρπολήσω τα πλοία εις την Όστιαν, ή πάλιν, θα διατάξω να κατασκευάσουν επί των Αλβανικών ορέων μίαν ξυλίνην πόλιν, εις την οποίαν συ θα θέσης το πυρ. Θέλεις;

Συ, τρις εταίρα, με επώλησες εις τον αρχάριον τούτον, και μόνον κατά σου εξανίσταται η καρδία μου. — Διάταξε αυτούς να φύγουν, διότι όταν εκδικηθώ την μάγισσαν, θα τελειώσουν όλα δι' εμέ· διάταξε αυτούς να φύγουν πήγαινε. Ω ήλιε, δεν θα ίδω πλέον την ανατολήν σου. Εδώ η τύχη αποχωρίζεται του Αντωνίου· εδώ αποχαιρετιζόμεθα.