United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φεύγα, σκύλλε του Σατανά! απάντησε ο Βασιληάς. Ο νάνος επήρε το άλογο κ' έφυγε. Είχε πη αλήθεια: ο Βασιληάς δεν περίμενε πολύ. Εκείνη τη νύχτα, καθαρό και ωραίο, έλαμπε το φεγγάρι. Κρυμμένος στα κλαδιά, ο Βασιληάς είδε τον ανηψιό του να πηδάη τους αιχμηρούς στύλους. Ο Τριστάνος ήλθε κάτω από το πεύκο και έρριξε στο νερό τα ξύλινα κομματάκια και τα κλαράκια.

Και μ' αυτήν την εύκολη δοκιμή θα διαλυθούν για πάντα η παληές υποψίες». Ωργισμένος, απάντησε ο Μάρκος: «Ο Θεός να σας τιμωρήση κακά, άρχοντες της Κορνουάλλης, που ακατάπαυστα ζητάτε να με ντροπιάστε. Από σας έδιωξα τον ανηψιό μου.

Αλλά ο Βασιληάς συγκινήθηκε, και για πρώτη φορά μιλώντας στον ανηψιό του: «Πού θα πας μ' αυτά τα κουρέλια; Πάρε από το θησαυροφυλάκιό μου ελεύθερα ό,τι θέλεις, χρυσάφι, ασήμι, γουναρικά, υφάσματα. — Βασιλιά, είπε ο Τριστάνος, δε θα πάρω ούτε πεντάρα, τίποτα. Όπως μπορέσω, θα πάω πιστά να υπηρετήσω τον πλούσιο Βασιληά της Φρίζης». Γύρισε τάλογό του και κατέβη κατά τη θάλασσα.

Κάποια μέρα που ξανάπιασαν τον Τριστάνο με τη Βασίλισσα, έκαμαν αυτό τον όρκο: αν ο Βασιληάς δεν έδιωχνε τον ανηψιό του μακρυά από τη χώρα, αυτοί θ' αποτραβιώντανε στους οχυρούς πύργους των για να τον πολεμήσουν. Παρουσιασθήκανε στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, μπορεί να μας αγαπάς ή να μας μισής, όπως θέλεις. Αλλά θέλουμε να διώξης τον Τριστάνο.

Αλλά, καθώς θα το δήτε πάρα κάτω, θα πάη με αισχρό θάνατο. Ο Βασιληάς διάταξε και του σέλλωσαν το άλογο, έζωσε το σπαθί του, και ολομόναχος, έφυγε από την πολιτεία. Καλπάζοντας, θυμήθηκε τη νύχτα όπου είχε πιάσει τον ανηψιό του: τι τρυφερότητα είχε δείξει τότε για τον Τριστάνο η Ιζόλδη η Ξανθή, με το φωτεινό πρόσωπο. Αν τους πιάση, ω! πώς θα τιμωρήση τα μεγάλα τους κρίματα!

Τίποτε, Μεγαλειότατε, μα την αλήθεια, που να μη μπορής να το ιδής με τα μάτια σου και να τ' ακούσης με τ' αυτιά σου. Κύτταξε, άκουσε, ωραίε Βασιληά. Ίσως είναι ακόμη καιρός. Απεσύρθησαν, και με χαρά τον άφησαν να καταπίνη το φαρμάκι. Ο Βασιληάς Μάρκος δε μπόρεσε ν' αντισταθή στον πειρασμό. Αθέλητα κατασκόπευσε τον ανηψιό του, παραμόνεψε τη Βασίλισσα.

Όσο για μας, αν δεν απομακρύνης μια για πάντα τον ανηψιό σου, θα τραβηχτούμε στης βαρωνείες μες παίρνοντας και τους γείτονες μας μακρυά από την αυλή σου, γιατί δεν μπορούμε ν' ανεχτούμε να μένη περισσότερο εδώ. Βασιληά, διάλεξε μεταξύ των δυο! — Άρχοντες, μια φορά επίστεψα στα βρωμερά λόγια που λέγατε για τον Τριστάνο, και μετάνοιωσα.

ΠΥΡΓΓΟΝ Είνε έγκλημα εσχάτης ιατρικής προδοσίας, που δεν υπάρχει καμμία ποινή ανταξία του. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Έχετε δίκηο. κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Σας δηλώνω ότι διακόπτω πάσαν σχέσιν μαζί σας. ΑΡΓΓΑΝ Ο αδελφός μου . . . κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Και λύω κάθε δεσμόν μαζί σας. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Θα κάνετε πολύ καλά. κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Και για να θέσω τέρμα σε κάθε δεσμό με σας, να το δωρητήριον που είχα κάνει στον ανηψιό μου επί τη ευκαιρία του γάμου.

«Μεγαλειότατε, διάταξε τον ανηψιό σου να πάη αύριο την αυγή καλπασμό στο Καρδουέλ μια επιστολή σε περγαμηνή καλοσφραγισμένη με κερί, για το Βασιληά Αρθούρο. Ο Τριστάνος κοιμάται κοντά στο κρεββάτι σου. Βγε από το δωμάτιό σου την ώρα του πρώτου ύπνου, και σ' το ορκίζομαι στο Θεό και στο νόμο της Ρώμης, πώς αν αγαπάη την Ιζόλδη με τρελλή αγάπη θα θελήση να της μιλήση προτού φύγη.