United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μες από τα σπίτια ετοιμάζονταν το Μικρό Χωριό να κοιμηθή, για να ξυπνήση, όταν βαρέση ο σήμαντρος της εκκλησιάς, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυστα και γαύγιζαν τα σκυλλιά, κι' απάνω σ' αυτό ένας γλυκός ήχος κυπριού αχολογούσε στο σκοτάδι μελαγχολικάμελαγχολικά «τριγκ.... τριγκ.... τριγκ.... τριγκκκ. »

Που είσαι ακόμα όσο να φτάκης· Για ιδές τώρα^ πώς μου λες ; Να φουσκόσω ακόμα κι' άλλο; Λείπει, φίλε, περισσό· Τελοσπάντων για να σώση Σε Βοϊδιού κορμιού ποσό, Όσο γένεται με κόπο Και μ' αγώνα του ο καλός Ακατάπαυστα φουσκόνει, Ωσπού σκάζει σαν τρελλός. Έτζι όλοι αποχαλνιούνται Όσοι δεν ευχαριστιούνται, Να πορεύουν τη ζωή τους Κατά την κατάστασί τους.

Αλλά απάνω στη φλόγα του πυρετού, ακατάπαυστα η επιθυμία, σαν μανιασμένο άλογο τον έσπρωχνε κατά τους πύργους τους καλοφτιαγμένους όπου βρισκότανε κλεισμένη η Βασίλισσα: άλογο και καβαλάρης τσακιζόντανε στους πέτρινους τοίχους. Άλογο και καβαλάρης σηκωνόντανε αμέσως και ξανάρχιζαν τον ίδιο καλπασμό.

Διά κάθε ώραν της ημέρας είχε χωριστήν ενδυμασίαν, και ο λαός έλεγε περί αυτού: «ο βασιλεύς αλλάζει τώρα», καθώς αλλού λέγουν: «ο βασιλεύς έχει συμβούλιον.» Η μεγαλούπολις, όπου εκατοικούσεν, ήτο ζωηροτάτη, και πάμπολλοι ξένοι ήρχοντο και έφευγαν ακατάπαυστα. Μίαν ημέραν ήλθαν και δύο αγύρται, οι οποίοι έκαμναν τον υφαντήν και εκήρυτταν ότι κατασκευάζουν λαμπρότατα υφάσματα.

Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Την πέμπτην; Μάλλον γρήγορα μου φαίνεται; ΠΑΡΗΣ Το θέλει ο πενθερός· κ' η βία του μου έρχεται κ' εμένα. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Και ούτε την διάθεσιν της νέας δεν την 'ξεύρεις. Το πράγμα δεν μου φαίνεται σωστόν, και δεν μ' αρέσει. ΠΑΡΗΣ Δεν παύει ακατάπαυστα να κλαίη τον Τυβάλτην, και δεν της είπα δι αυτό πολλά περί αγάπης.

Και αφού επέρασεν ένας χρόνος, που αυτή εζούσεν εις καθημερινήν θλίψιν και ακατάπαυστα δάκρυα, μου εζήτησεν άδειαν διά να οικοδομήση τον τάφον της, και να κλεισθή εκεί το επίλοιπον της ζωής της· εγώ της έδωσα την άδειαν, και αυτή ευθύς διώρισε και της οικοδόμησαν ένα μεγαλοπρεπές παλάτι με ένα μόνον θόλον, και το ωνόμασε το παλάτι των δακρύων· και ευθύς που ετελείωσεν έφερε μέσα τον αγαπητικόν της, τον οποίον εφύλαττεν ακόμη ζωντανόν με κάποια πιοτά μαγικά, αλλά με όλας της τας μαγείας δεν ηδυνήθη να τον θεραπεύση τελείως.

Το παπί εκολυμβούσεν ακατάπαυστα εις το νερόν διά να μη το αφήση να παγώση, αλλά κάθε νύκτα εστένευε περισσότερον η τρύπα εις την οποίαν ημπορούσε να κολυμβά, και εκινούσε τα ποδάρια του διά να μη παγώση όλη η τρύπα· αλλ' επί τέλους κατεκουράσθη το πτωχόν και δεν ημπορούσε να κινηθή, μίαν νύκτα δε ο πάγος το έκλεισε και το έσφιγγε γύρω γύρω.

Εκείνο το λευκό τρέμουλο φως του ήλιου, που βλέπει κανείς τώρα στη Γαλλία με ταλλόκοτα μωβ εξανθήματα και τις ακατάπαυστα κινούμενες μενεξεδένιες σκιές είναι η τελευταία της φαντασία και στο σύνολο του η Φύση το αναπαράγει θαυμαστά. Εκεί που μας έδινε τους Corots και Daubignys, μας δίνει τώρα εξαίρετους Manets και γόητες Pisaros, που μας φέρουνε σε έκσταση.

Αλλά διά μιας, την ιδίαν στιγμήν, τον έχαψεν έν μεγάλον ψάρι. Εκεί δα μέσα ήτο σκότος βαθύ! Πολύ πλέον σκοτεινά από την υπόνομον. Και πόσον στενόχωρα! Εξαπλωμένος εκεί, μέσα εις το ψάρι, ο στρατιώτης εκρατούσε πάντοτε το όπλον του. Το ψάρι επηδούσεν επάνω και κάτω, και έκαμνε ακατάπαυστα διαφόρους κινήσεις. Έξαφνα εσταμάτησε. Ο στρατιώτης δεν ήξευρε τι τρέχει.

Ως μητέρα μας να μη την θεωρώμεν αλλά ως τάφον μας, — αφού ποτέ μειδίαμα δεν βλέπεις παράτα χείλη των νεκρών, — αφού τα μοιρολόγια και οι κλαυθμοί κ' οι οδυρμοί ξεσχίζουν τον αέρα κι' ακούοντ' ακατάπαυστα, πλην δεν παρατηρούνται, — αφού κατήντησε συρμός ο σπαραγμός της λύπης! Μόλις 'ρωτούν ποιος 'πέθανε όταν κτυπά καμπάνα.