Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
...Φέτος, που πατούσα τα δεκατρία, που άρχισε να χτυπάη η καρδιά και να ταξιδεύη ο νους, ο άνεμος σα να βούιζε πιο θυμωμένα ανάμεσ' από τα μισόγυμνα κλωνιά του περιβολιού, οι σκύλοι γαύγιζαν πιο λυσσασμένα στους δρόμους, ο Ιμάμης έψαλλε το «γιατσί» του πιο θλιβερά, το κόλι μούγκριζε με πιώτερο πείσμα, τα γουρλωμένα μάτια του Ταξιάρχη με κοίταξαν πιο αχόρταγα σαν πλάγιασα στη συνηθισμένη γωνιά μου να κοιμηθώ, κ' έβλεπα τα κονίσματα αντίκρυ με τη μισοαναμμένη τους την καντήλα.
Ραψωδία Π Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• «Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• 'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».
Ο καιρός χειροτέρευε. Προς το βράδυ άρχισε να βρέχει και οι δυο σύντροφοι πλησίασαν σε μια καλύβα βοσκών, αλλά δεν τους έβαλαν μέσα κι έτσι υποχρεώθηκαν να βρουν καταφύγιο κάτω από ένα υπόστεγο φτιαγμένο από κλαδιά, πλάι στη στάνη. Τα σκυλιά γαύγιζαν, ένας πέπλος μελαγχολίας περιέβαλε όλη την υγρή πεδιάδα και η βροχή και ο άνεμος έσβηναν τη μικρή φωτιά που ο Έφις προσπαθούσε ν’ ανάψει.
Μες από τα σπίτια ετοιμάζονταν το Μικρό Χωριό να κοιμηθή, για να ξυπνήση, όταν βαρέση ο σήμαντρος της εκκλησιάς, όξω από τα σπίτια χιόνιζε ακατάπαυστα και γαύγιζαν τα σκυλλιά, κι' απάνω σ' αυτό ένας γλυκός ήχος κυπριού αχολογούσε στο σκοτάδι μελαγχολικά — μελαγχολικά «τριγκ.... τριγκ.... τριγκ.... τριγκκκ. »
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν