United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν θα σηκώσης κεφαλήν ποτέ, Αποστασία, εκτός αν πρώτα σηκωθή το δάσος της Βερνάμης·κι' ο Μάκβεθ εις τον θρόνον του γερά στερεωμένος βίον θα ζήση ευτυχή, ως πού να έλθ' η ώρα τον φόρον τουτης φύσεως τον νόμον να πληρώση! Αλλ' η καρδιά μου λαχταρεί να μάθω ένα πράγμα· ειπήτεαν η τέχνη σας έως εκεί πηγαίνη, — εις το βασίλειον αυτό η γενεά του Βάγκου θα βασιλεύση;

Μεταξύ τούτων, ενοικίασαν τον οικίσκον πτωχής γυναικός, διά να κατοικήση ο άρρωστος, είτα και οι γονείς του. Ο φθισικός, και αν δεν ηδύνατο να σηκωθή διά να παρευρεθή εις τον γάμον, θα έβλεπε διά του παραθύρου τον μέγαν χορόν, όστις θα εχορεύετο επί της πλατείας, εις το ύπαιθρον, μετά το γαμήλιον γεύμα. Ήτον ήδη περί τας αρχάς του θέρους.

Ενόμιζε κανείς ότι επαινούσε την Σωσσάνδραν του Καλάμιδος και όχι την Θαΐδα, που την ξέρεις τι είνε, διότι την είδες πολλές φορές στο λουτρό. Και που να σου λέγω τι πειράγματα μου έκαμεν, η Θαΐς. Αν καμμιά άλλη, είπε, δεν ντρέπεται να φανή ότι έχει τις κνήμες σαν καλάμια, ας σηκωθή και ας χορεύση. Τι ήθελες τότε να κάμω, μητέρα; Εσηκώθηκα και εχόρεψα.

Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, 120 τι είπε σωστά· κι' ακούει αφτός. Κι' οι παραγιοί κατόπι του πήραν την αρματωσά χαρούμενοι απ' τους ώμους. Τότες σηκώθη ο Νέστορας στη μέση και τους είπε «Ω τι κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα!

Έκαμα να σηκωθή μία φουρτούνα, η οποία έβαλεν εις φόβον το άλογόν του, τόσον που τον έρριξε και ετσάκισε το ποδάρι του, και όλον ετούτο το έκαμα εις παράδειγμα των άλλων, που ήθελαν διστάσει εις την υπανδρείαν μου. Εκείνη με επίστευσεν εις όσα της είπα, κατά την συνήθειαν και ύστερον από αυτό εχαρήκαμεν με την Σχυρίναν το επίλοιπον της νυκτός, και εις την συνειθισμένην ώραν ανεχώρησα.

Μ' αυτό σερνότανε απάνω στα καλδερίμια του νησιού, μ' αυτό κτυπούσε τις πόρτες, γυρεύοντας το ψυχικό των χριστιανών, μ' αυτό έδιωχνε τα μαντρόσκυλα που χυμούσανε να την ξεσχίσουν. Κ' όταν έπεφτε το βράδυ να κοιμηθή τώβαζε πάντοτε στο πλάι της, συντροφιά και παρηγοριά της, γιατί δίχως αυτό δεν μπορούσε να σηκωθή απ' το στρώμα. Σιγάσιγά το αγάπησε σαν άνθρωπο.

Ο καπετάν-Φαφάνας εσκέφθη να σηκωθή αμέσως και να φύγη· αλλ' έλα πάλιν που ο αέρας της τρικυμίας καταίβαζεν από τον φεγγίτην του πρωραίου χιονοβολήματα, αλειμμένα με την ορεκτικήν οσμήν της μαγειρευομένης σικελικής όρνιθος. Έπειτα μικρός ήτανε, παιδί ήτανε, είπε καθ' εαυτόν, θέλων και μη θέλων λοιπόν ήρχισε να διηγήται: *

Και μη βρίσκοντας τίποτα φαγώσιμο στην αμμουδιά, επήγαν τα πιο ζωηρά κοντά στο καΐκι και κατάφαγαν τη χλωρή λιγαριά, που με δαύτη ήτανε δεμένο. Ήτανε και λίγη φουσκοθαλασσιά, επειδή είχε σηκωθή άνεμος από τα βουνά. Κ' έτσι, όντας λυμένο το καΐκι, γλήγορα το συνεπήρεν η κυματοσυρμή και τόφερεν ανοιχτά στο πέλαγο.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος, απαθέστατος, πάντοτε ψυχρώς θεωρών τα του κόσμου, ως εθεώρει του βουνού της κλάρες, αίτινες δεν χρησιμεύουσιν ειμή διά καύσιμον, δεικνύει μόνον ανησυχίαν διά την έρημον κάτω κλίνην του, συνεχώς καταβαίνων και παρακαλών την κόρην του να σηκωθή και ν' αναβή επάνω. — Κοιμήσου συ επάνω, πατέρα, εγώ ευχαριστούμαι εδωδά! Απήντα η ταλαίπωρος.

Τότε εκείνος σηκώθη δάκρυα χύνοντας, σα βρύση βουρκωμένη που χύνει απ' αψηλό γκρεμό τα θολωπά νερά της· 15 έτσι δακριοστενάζοντας ναν τους μιλάει αρχίζει «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, ο Δίας μ' έχωσε βαθιά μες σε ζημιά μεγάλη, ο έρμος! πριν που μούταξε κουνώντας το κεφάλι, πως πριν μισέψω εγώ από δω, την Τριά θα την κουρσέψω, 20 και τώρα γέλασμα κακό βουλήθηκε στο νου του, και στ' Άργος πίσω μού μηνάει να φύγω ντροπιασμένος κιάς έχασα τόσο λαό... μα φαίνεται πως έτσι το θέλει ο παντοδύναμος του Κρόνου γιος, που ως τώρα πολλών χωρώνε γκρέμισε, κι' ακόμα θα γκρεμίσει, τα κάστρα· τι στο χέρι του να κάνει ότι τ' αρέσει. 25 Μον όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάζω· ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα, τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο