United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα ανέβλεψεν ανά τον τοίχον, κ' έδειξεν εις ύψος δύο οργυιών σχεδόν τον μικρόν φεγγίτην με την χρωματιστήν ύαλον, που έφεγγε τον ναόν από την δεξιάν πλευράν. — Να μπορούσα ν' ανεβώ 'κεί απάνω, είπεν. Έλα, βόηθα, Μαλαμμώ, να σωρέψουμε πέτρες πολλές, να της στερεώσουμε, για ν' ανεβώ ως εκεί. — Δεν φωνάζουμε μια, είπε το Μαλαμμώ, αλλά δεν υπήρξε φωνή και ακρόασις.

Αν ελάμβανε την ατυχή ταύτην παίδα εις τας αγκάλας του, και εβάδιζε δύο ή τρία μίλια, διότι δεν ησθάνετο πλέον κάματον, αν έβλεπε φως λάμπον εις τον φεγγίτην, και έκρουε μετά θάρρους και συστολής άμα την θύραν . .. . . . πιθανόν να δυσηρεστούντο οι κάτοικοι της καλύβης διά το άκαιρον και απροσδόκητον της ενοχλήσεως, αλλ' αυτός θα ωμίλει, θα διηγείτο με δύο λέξεις το πράγμα, θα μετήρχετο την ευγλωττίαν του πάθους και της οδύνης, και ίσως θα τους συνεκίνει.

Και όταν πλέον εγλυκολάλουν επάνω εις τον κόσμον οι κώδωνες των ναών, και από τον φεγγίτην έλαμπον φαεινά τα φώτα της Αναστάσεως, εις μάτην προσεπάθει τότε να εγερθή ο κυρ- Μιχάλης, ν' ακούση και αυτός το Χριστός Ανέστη εις τον γειτονικόν του ναόν, ν' ανάψη και αυτός την λαμπάδα του.

Τόσον ο γόης εκείνος και μάγος Καπετάνιος τον είχε σαγηνεύσει, ώστε να παραμελή και την εργασίαν του, όπερ εγίνετο λύπης αφορμή εις την κυρά-Μιχάλαιναν. Μετ' ολίγον, από τον φεγγίτην επάνω, έλαμψαν τα φώτα της Αναστάσεως.

Εν τω μεταξύ ηκούετο ο θόρυβος παιδίων τα οποία έτρεχον εις το δώμα φωνάζοντα: «Γύρου γύρου ταλωνιού! Γύρου γύρου ταλωνιού!» Ο δε Μανώλης, ο οποίος εκάθητο ακριβώς υπό τον ανηφοράν, ήτοι φεγγίτην της οροφής, εστρέφετο εκ διαλειμμάτων προς τα επάνω και παρετήρει με ανησυχίαν, διότι ήτο ενδεχόμενον τα διαβολόπαιδα εκείνα να του ρίψουν καμμίαν πέτραν κατά κεφαλής.

Από τον ανοικτόν της στέγης φεγγίτην ήλθεν έξω η γάτα του δωματίου, και από την υδρορρόην της στέγης την επέρασε πέρα πέρα όλη και ήλθε εδώ κοντά της η γάτα της κουζίνας. — Ξέρεις νέα εις τον Μύλονηρώτησεν η γάτα του δωματίου «εδώ είναι λαθραία αρραβωνιάσματα 'στο σπίτι.

Ο Στρατής, ιδών τον Μανώλην να παρατηρή προς τον φεγγίτην της στέγης, έλαβεν αφορμήν να είπη ότι εις το Λασήθι τοποθετούν επί του ανηφορά μισόν κορμόν δένδρου κοίλον το οποίον ονομάζουν βορρόσκι· ούτω δε εμποδίζεται ο άνεμος και αφίνεται ελεύθερος ο καπνός να εξέρχεται.

Βλέπων δε άλλοτε μεν προς τους σκοτεινούς θόλους επάνω, οπόθεν, από ένα φεγγίτην μόνον κατήρχετο ολίγον φως ηλίου την ημέραν και ολιγώτερον φως αστέρων την νύκτα, διηγείτο εν ευγλωττία ακατασχέτω, με ενθουσιώδεις πολλάκις αναπάλσεις της φωνής του, με κραδασμούς του λάρυγγος θεωριών εν οπτασίαις, με οξυλάλους τιναγμούς της σπάθης του, τώρα εν τη ρύμη των λόγων του δακρύων, και τώρα αίφνης μειδιών, εν μυστική ψυχής ευφροσύνη, διηγείτο μυστηριώδη και παράδοξα με ένα ενθουσιασμόν προφητικόν.