Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Αναμφιβόλως ο κρούων, δεν έκρουε δι' ώτα ανθρώπου· έκρουε διά ν' ακουσθή από κάποιαν ψυχήν, ήτις ουδέποτε εις την ακοήν της απατάται, ήτις δεν έχει ανάγκην συλλαβών, λογικώς τοποθετημένων, ούτε ρυθμού, υπαγομένου εις κανόνας, όπως διεγερθή. Και ήρκεσεν είς αόριστος ήχος, όστις διά τους άλλους δεν θα έλεγε τίποτε, ίνα λαλήση εις την ψυχήν μου πολλά.

Μόλις το ωρολόγιον έκρουε το τελευταίον κτύπημά του, τότε εισέβαλον ή, διά να είπωμεν καλύτερα, εκυλούσαν ο ένας επάνω εις τον άλλον εις την σάλαν, διότι, καθώς ήσαν μπερδεμένοι με τα δεσμά των, μερικοί έπεσαν, και όλοι εσκόνταψαν, τουλάχιστον όταν έμπαιναν. Η συγκίνησις των προσκεκλημένων υπήρξε μεγάλη και έδωκεν εις τον βασιλέα ωραίαν και χαριτωμένην διάθεσιν.

Η πνέουσα τρικυμία εξαγριωθείσα έτι μάλλον ανετάρασσε και τον ήρεμον έως τότε λιμένα, κ' έσεισε σαλεύσασα τα εν αυτώ πλοία. Σεισθείς τότε εκ του σχηματισθέντος σάλου και ο κώδων της βάρδειας, επάνω του πρωραίου, εκρούσθη επανειλημμένως γλυκύτατα, εν τη αγρία εκείνη νυκτί ως κώδων παρεκκλησίου, εντός δάσους, του οποίου έκρουε πενθίμως η καταιγίς.

Η αίθουσα εκείνη της αγρυπνίας ωμοίαζε πολύ μάλλον υπνωτηρίω· καθότι πλην του χωλού φύλακος ουδείς άλλος εφαίνετο εκεί αγρυπνών· έργον δε αυτού ήτο πιθανώς να σπεύδη εις την πρόσκλησιν των εν τοις κελλίοις αναπαυομένων, αν τις τούτων έκρουε τον κώδωνα εξυπνήσας.

Οι περικυκλούντες τον Λέοντα Κ ο υ β ι κ ο υ λ ά ρ ι ο ι, δ α π ί- φ ε ρ ο ι, ο τ ι ά ρ ι ο ι, σ κ ρ ί π τ ο ρ ε ς, α ρ κ ά ν ι ο ι και άλλοι αυλικοί, οίτινες εμεγαλαύχουν προσφέροντες εις την αυτού Αγιότητα τας υπηρεσίας, όσαι υπό ανδραπόδων απεδίδοντο εις τους Αυτοκράτορας της Ρώμης, εψιθύριζον εν αρχή κατά του νέου ευνοουμένου, ως οι σωματοφύλακες της σεμνής Αικατερίνης, οσάκις νέος υποψήφιος έκρουε του κοιτώνος της την θύραν. Αλλά τόσω ευπροσήγοροι και γλυκείς ήσαν οι τρόποι του

Ενώ δε η λύρα έκρουε τας γοργοροτέρας στροφάς του πηδηκτού, ο Μανώλης ανεπήδα εις ύψος μέγα. Και ενώ ήτο μετέωρος, εκτύπα με την παλάμην, οτέ μεν την μίαν, οτέ δε την άλλην του κνήμην. Έπειτα ελύγιζε προς τα οπίσω το σώμα ή κάμπτων τα γόνατα και χαμηλώνων μέχρι του εδάφους ανεπήδα έπειτα με θαυμαστήν ελαστικότητα. Και άλλοτε μεν εξέπεμπε στεναγμούς, άλλοτε δε ουρλιαστικάς επιφωνήσεις ενθουσιασμού.

Ναι, ον μυστηριώδες έκρουε την θύραν μου, το οποίον μου διήγειρεν άγνωστον φωνήν, το οποίον συνεκοινώνησε μετά του εν εμοί μυστηρίου ακαριαίως, και απέσυρεν από του πνεύματός μου του πεπερασμένου τον φραγμόν. Και, χωρίς να γνωρίζω πώς και από πού, από της κεφαλής ή από του στήθους μου, φωνή, πρωτάκουστος δι' ανθρώπινα ώτα, απέτεινεν ερώτησιν εις τον άγνωστον της νυκτός επισκέπτην: — Τις ει!

Και ο Γιάγκος λαμβάνει τον πίλον του και κατευθύνεται προς την θύραν, ενώ η συζυγός του φωνάζει κατόπιν του·Μην αργήσης! — Δεν πιστεύω, αν όμως αργήσω, μη με περιμένετε. Ο Περδίκης ανοίγει την εξώθυραν, αλλά συναντάται επί της φλιάς προς άνθρωπον τινα παραδόξου εξωτερικού, όστις την αυτήν εκείνην στιγμήν έκρουε την θύραν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν