United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αν θέλης να ξέρης, παπά μου, άκουσε τι λέει ο Εκκλησιαστής: «Τον καθαιρούντα φραγμόν δήξεται αυτόν όφις»· όποιος χαλνάει φράχτη το φίδι θα τον φάη. — Και ποιον φράχτη, σε παρακαλώ, κυρ Φραγκούλη, χάλασ' ο γυιός μου; — ηρώτησε με πείσμα ο κυρ Δημητράκηςγιατί ενόησα καλά, μη μου το αρνείσαι, πως τάχεις με το γυιό μου. — Ένας αρραβώνας μιας κόρης είνε φράχτης, είπεν ο Φραγκούλης.

Ναι, ον μυστηριώδες έκρουε την θύραν μου, το οποίον μου διήγειρεν άγνωστον φωνήν, το οποίον συνεκοινώνησε μετά του εν εμοί μυστηρίου ακαριαίως, και απέσυρεν από του πνεύματός μου του πεπερασμένου τον φραγμόν. Και, χωρίς να γνωρίζω πώς και από πού, από της κεφαλής ή από του στήθους μου, φωνή, πρωτάκουστος δι' ανθρώπινα ώτα, απέτεινεν ερώτησιν εις τον άγνωστον της νυκτός επισκέπτην: — Τις ει!

Εναντίον δε των από της Κεντρικής και ανατολικής Ασίας βαρβάρων αυτό το Περσικόν κράτος απετέλει φραγμόν ισχυρόν και ανυπέρβλητον. Αλλ' ένεκα της ευκολίας με την οποίαν εν Ευρώπη οι πέραν του Δανουβίου βάρβαροι ηδύναντο να εισβάλουν εις το κράτος, συνέβησαν κατά τους χρόνους τούτους και επί της βασιλείας του Ιουστινιανού πράγματα παράδοξα.

Ο κάματος, η έκλυσις των δυνάμεων, ο φόβος υφ' ου κατείχετο, το αμυδρόν αλλ' επίμονον αίσθημα της ερημίας και της ελλείψεως ασύλου την ημπόδιζον, αποτελούντα φραγμόν εις τα διαβήματα αυτής. Ότε η πρώτη ακτίς της ηούς εφάνη, διαφωτίσασα το βαθύ σκότος της θυελλώδους νυκτός, τότε ήνοιξε και ο Πρωτόγυφτος τους οφθαλμούς. — Δεν εκοιμήθης, Αϊμά; τη είπεν. — Εκοιμήθην, απήντησεν η νέα.

Λοιπόν, ο άρχων επιθυμεί;... Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο ότι είχε μεταξύ του λάρυγγος και της γλώσσης του φραγμόν τινα, και δεν ηδύνατο να εξέλθη η λέξις. Ο άρχων τον ώκτειρε, και δεν επέμεινεν. — Ας είνε, είπε, σε απαλλάττω του κόπου. Αλλ' όμως είνε αληθές ότι έφερες δυσκολίας. — Δυσκολίας; επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος. — Και πολλάς δυσκολίας. Αλλά διατί, σε παρακαλώ; Ο Γύφτος εσίγα.

Ο λαός ως μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του.

Αυτή η ψυχή του πατρός του, αν και βασανίζεται εις τον άλλον κόσμον διά να καθαρισθή, υπερβαίνει τον φραγμόν, οπού έπρεπε αιωνίως να την χωρίση από τα ανθρώπινα πάθη, και προ πάντων από την μνησικακίαν, και έρχεται να ανακαλύψη εις τον υιόν του την μυστικήν δολοφονίαν και να ζητήση εκδίκησιν.

Ησθάνετο την στιγμήν εκείνην αγρίαν χαράν να πνίξη το μικρόν θυγάτριον . . . Της ήλθεν εις τον νουν ότι ήτο αβάπτιστον, και αν το έπνιγε, θα είχε διπλήν αμαρτίαν . . . Η σκέψις αύτη επί μίαν στιγμήν την ανεχαίτισεν, αλλ' όμως απεφάσισε να υπερπηδήση τον φραγμόν τούτον . . . Παρά ένα δάκτυλον, η χειρ της έψαυε τον λαιμόν του μικρού πλάσματος . . .

Έλαβε παλαιόν σιδηρούν τηγάνιον, εμουντζουρώθη όλος εις το πρόσωπονμετέθεσε, το επ' αυτώ, δύο μήνας προϊμώτερα την αποκρηάν — , εφόρεσε παλαιά ράκη τα οποία επρομηθεύθη κάπου και απελθών, άμα ενύκτωσεν, εξεκάρφωσεν αθορύβως τας παλαιάς σανίδας, τας σχηματιζούσας χιαστί πρόχειρον φραγμόν εις το ισόγειον της ερήμου οικίας της Κοκκώνας, και εχώθη μέσα.

Εβγήκε μόνον το ιππικόν των κατά των Ελλήνων, αλλά καταδιωχθέν εκρύβη και αυτό υπό τα οχυρώματά των. Τελευταίον, ελθούσης της νυκτός, χωρίς να γένη κανέν σημαντικόν έργον οι μεν Έλληνες επέστρεψαν εις τας θέσεις των, οι δε Τούρκοι διέβησαν τον ποταμόν, τον οποίον προτάξαντες ως φραγμόν κατά των Ελλήνων εστρατοπέδευσαν.