United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καιρός είχεν έλθη προς σαφεστέραν ακόμη γλώσσαν, και εφείσθη αυτών, ώκτειρε και εταλάνισε την υποκρισίαν των, τους παρωμοίασε με τάφους κεκονιαμένους, και προείπεν ότι επί της ενόχου ταύτης γενεάς θα έλθη το αίμα όλων των προφητών, από του αίματος του Άβελ μέχρι του αίματος του Ζαχαρίου.

Λοιπόν, ο άρχων επιθυμεί;... Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο ότι είχε μεταξύ του λάρυγγος και της γλώσσης του φραγμόν τινα, και δεν ηδύνατο να εξέλθη η λέξις. Ο άρχων τον ώκτειρε, και δεν επέμεινεν. — Ας είνε, είπε, σε απαλλάττω του κόπου. Αλλ' όμως είνε αληθές ότι έφερες δυσκολίας. — Δυσκολίας; επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος. — Και πολλάς δυσκολίας. Αλλά διατί, σε παρακαλώ; Ο Γύφτος εσίγα.

Και ο Ιησούς ώκτειρε την έξαλλον απόγνωσιν του ανθρώπου, τον οποίον η αμαρτία είχε μετατρέψει από άρχοντος εις δούλον, ελαφρύνων δε μάλλον το αμάρτημά του απήντησε, «Ουκ είχες εξουσίαν κατ’ Εμού ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν· διά τούτο ο παραδιδούς Με σοι μείζονα αμαρτίαν έχει». Ναι μεν, πράττεις μέγα έγκλημα, αλλ' ο Ιούδας, ο Άννας, ο Καϊάφας οι ιερείς ούτοι και οι Ιουδαίοι, είνε πλέον ένοχοι ή συ.

Εμπλησθέντες εκπλήξεως, οι άνθρωποι της Δεκαπόλεως δεν ηδύναντο ν' αποσπασθώσιν από πλησίον Του, και ημιειδωλολάτραι αυτοί, εδόξαζον τον Θεόν του Ισραήλ. Τρεις ημέρας ήδη είχον διατρίψει μετ' Αυτού, κ' επειδή πολλοί τούτων ήρχοντο εξ αποστάσεως, αι τροφαί των εξηντλήθησαν. Ο Ιησούς τους ώκτειρε, και βλέπων την πίστιν των, πάλιν παρέθηκεν διά τον λαόν Του τράπεζαν εν τη ερήμω.

Μόνος εις την ξηράν, κ' εκείνοι ηγωνίων εις την κινδυνώδη θάλασσαν. Πλην Εκείνος ουχ ήττον τους είδε και τους ώκτειρε, και τέλος, εν τη εσχάτη αδημονία των είδον μίαν ακτίνα εις το σκότος, και μίαν φοβεράν μορφήν, και έν κυματίζον ιμάτιον, και Είς ήρχετο προς αυτούς πατών επί των αφριζόντων κυμάτων της θαλάσσης, αλλ' εφαίνετο ως να ήθελε να παρέλθη αυτούς.

Είνε παραπέρα, εκεί . . . Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα γέρο απόμαχον . . . Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονά μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη. — Και κυττάζουν κατά δω; — Κυττάζουν στην αμμουδιά, πέρα. Η γραία ήτο έμφοβος, κ' έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της. Η Μαρούσα την ώκτειρε.

— Ε! παπά μ', ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ'. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ' εσένα. Ο πάπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγένετο ο Πανάγος. — Και τι θα πάθουνε το κάτω-κάτω; επανέλαβεν, ως διά ν' αναπαύση την συνείδησίν του ο μαραγκός.

Τι δε &λέγουσιν& οι εναντίοι; Προέγνω ο Θεός, προώρισεν ο Θεός, θα κολασθή άρα ο άνθρωπος. Και η θεία πρόγνωσις τυφλή, και η ανθρωπίνη θέλησις αδρανής. Ω της κακοδοξίας! ω της πωρώσεως! Φείσαι, Κύριε!... Ο Πλήθων παραδόξως έμενε σκυθρωπός ακούων τας λέξεις ταύτας. Ο Σχολάριος τον ώκτειρε, και εσιώπησε.