United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί δε οπού τόσην ώραν αναιβοκατέβαιναν τα δύο διάβροχα ιστία, μόνον τα μεγάλα και φουσκωμένα κύματα εσάλευαν πλέον, ωθούμενα προς τα έξω και συγκλονίζοντα την Βγέναν την καπετάνισσαν ως οικτρόν ναυάγιον να την ρίψουσι, θαρρείς, προς τους βράχους. — Θα τρέξω κάτω, παπά μου! Είπεν έκφρων η Βγένα η καπετάνισσα.

Πάει, παπά! Είπεν ο καπετάν-Καλόγερος. Συχωρέθηκε! — Κοιμάται! λέγει ο παπά-Σεραφάκος. Αφήστε τον ήσυχον. Μ' εσκέπασε τότε με την γούναν του. Ετοποθέτησε κοντά μου την Παναγίαν μ' ένα φαναράκι και ξαναείπεν: — Αφήστε τον να κοιμηθή. Και μετά ύπνον εξάωρον, διαρκή και βαθύν, ηγέρθην ήσυχος, ελαφρός, ελεύθερος. Μεγάλη η χάρις σου, ω Πορταΐτισσα.

Πήγαινε να του πης πρώτα, κ' ύστερα γυρίζεις και τρώτε. — Η ευχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά. Κ' εξήλθε. — Τι λέει, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ, μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, θα πας στο Κάστρο, παπά; — Να ιδούμε τι θα μας πη κι' ο μπάρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος. — Ηγώ, ένας-ιμ, είπεν η θειά το Μαλαμώ, α θε πας, έρχουμη. — Κ' εγώ, είπεν η παπαδιά. — Δεν είνε για ναρθής εσύ, παπαδιά, είπεν ο ιερεύς.

Όπου ο μικρός υιός του παπά, όστις εκύτταζεν ανάλγητος μικρόν νεκρόν σώμα, ηρώτησεν ακαίρως τον πατέρα του· — «Παπά, γιατί λες «μητρός αθλιέστερον», και δεν λες «συμπαθέστερον», όπως και για τον πατέρα;

Ο καυγάς άναψε: Ο Μαρτίνος αρπάζει τον παπά από τον ώμο και τον πετάει όξω· αυτό προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο και τους κάνανε αγωγή. Ο Αγαθούλης έγιανε· και κατά την ανάρρωσή του είχε πολύ καλή συντροφιά στο φαγητό του. Παίζανε δυνατό παιχνίδι. Ο Αγαθούλης απορούσε πολύ, πώς ποτέ δεν του ερχόντανε οι άσσοι· ο Μαρτίνος δεν απορούσε καθόλου!

Και τι θα πη ασύνθετοι και άσπονδοι, κυρ Φραγκούλη; ηρώτησεν ο παπά-Ζαχαρίας. Βαθειά ελληνικά μας είπες σήμαρε. — Ασύνθετοι είνε κείνοι που δεν στέκουν στον λόγον τους, παπά- Ζαχαρία· και άσπονδοι είν' εκείνοι που δεν θέλουν να παραδεχθούν όρκους και συμφωνίες.

Ξύπνησε τότε μέσα μου μια λαχτάρα για την περασμένη γνωριμία μας, και με τράβηξε η δυστυχία της, και θέλησα να γυρίσω να της πω να έλθει να με ιδεί όταν θέλει. Και δε γύρισα· κατέβηκα στο Γαλατά, πήρα ένα καΐκι και πήγα στο Φανάρι. Γνώρισα έναν παπά στο αγίασμα της Άγιας Βλαχέρνας· ήλθε μαζί μου· περάσαμε από το Γαλατά και φτάσαμε στο Πενταπύργιο, κοντά στον εξωτερικό τοίχο.

Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε. Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα, που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας: — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;

Στις σαράντα ημέρες απάνου από τη θανή του μαβρο-Λιάκα, έπιασ' η καψόχηρά του αποβραδίς κ' έφτιασε σπερνά και προσφορές, να πάη την άλλ' ημέρα, να πάρη και τον παπά, να του κάμη τις &σαράντα& του.

Θα με πάρετε κ' εμένα μαζί, μάνα; εψιθύρισε περιπτυσσόμενος τον λαιμόν της. — Τι λες, χαδούλη μ'! τι λες, πηδί μ'; απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά. Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γυιέ μ'· κι' αν απομείνω, για σένα θ' απομείνω, γυιόκα μ', για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παπάς σ' και να κάμης μετάνοια του παπά σ', να πλαγιάσης, για να μη μαργώνης, κανάρι μ'!