Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Τα καράβια την έσφαζον. Και πλέκουσα την κάλτσαν της, μόνη, βράδυ-βράδυ, ανελογίζετο. Ανελογίζετο την τελευταίαν επιστολήν του θείου της, ενός ναυκλήρου, από την Πόλιν, και τας προφορικάς πληροφορίας του καπετάν-Γιαλή του Καλόγερου, φίλου στενού του καπετάν-Μοναχάκη του συζύγου της, αίτινες συνεφώνουν. Της έγραφεν ο θείος της από την Πόλιν, και της είπεν ο καπετάν-Καλόγερος.

Πάει, παπά! Είπεν ο καπετάν-Καλόγερος. Συχωρέθηκε! — Κοιμάται! λέγει ο παπά-Σεραφάκος. Αφήστε τον ήσυχον. Μ' εσκέπασε τότε με την γούναν του. Ετοποθέτησε κοντά μου την Παναγίαν μ' ένα φαναράκι και ξαναείπεν: — Αφήστε τον να κοιμηθή. Και μετά ύπνον εξάωρον, διαρκή και βαθύν, ηγέρθην ήσυχος, ελαφρός, ελεύθερος. Μεγάλη η χάρις σου, ω Πορταΐτισσα.

Το ξενοδοχείον ήτο πλήρες κόσμου, κόσμου του Γαλατά πανσπερμικού, όστις εγευμάτιζεν εν οχλοβοή. Κατόπιν τον συνήντησε πάλιν εις την αυτήν φάμπρικαν με τον αυτόν φίλον του ρώσον, εξαργυρώνοντα μίαν οθωμανικήν λίραν. — Δεν θα μου δώσης τίποτε χαρτσιλήκι για το σπίτι σου; λέγει προς αυτόν ο καπετάν-Καλόγερος. — Δεν σου είπα να έλθης εις το μικρό-Αϊναλή να μ' εύρης.

Συλλογισμένος, παραπατών, εβάδιζε μόνος του ο καπετάν-Μοναχάκης, βραδέως αναπνέων, ως να έπασχεν εξ άσθματος προς την Κρασόσκαλα. — Φεύγω για την Πατρίδα. Κανένα γράμμα! — Έλα εις το Μεγάλο Αϊναλή να μ' εύρης το μεσημέρι. Είπε μισοσαστισμένος. Ο καπετάν-Καλόγεροςας είνε καλά ο άνθρωποςεπήγεν. Αλλά πουθενά ο καπετάν-Μοναχάκης.

Έπειτα ήρχισε ν' αναγινώσκη: «Ήμουν εις το Ταϊγάνι τον τελευταίον χειμώνα, κλεισμένος, χωρίς δουλειά, χωρίς πεντάρα. Ας είνε καλά ο φίλος μου ο καπετάν-Καλόγερος οπού μ' έτρεφε και με συνετήρει. Εμβήκαμε εις ένα τραχτήρικαφενείον να πούμενα ζεσταθούμεν. Ήμουν ξεμέθυστος, ομολογώ, πατέρα μου, εξομολογούμαι την πτώσιν μου, ωσάν ένας δεύτερος Άσωτος υιός.

Εδώ κ' εκεί μέσα εις το κελλί ήσαν σωριασμένοι άρρωστοι, κ' ένας δαιμονισμένος, εις μίαν γωνίαν, έτριζε τα δόντια του και τα σίδερα. Ο Παπά-Σεραφάκος αδιακόπως εδιάβαζεν. Εγώ, μόλις εμβήκα εις το κελλί, εκατάλαβα ένα χέρι που μ' έσπρωχνεν από πίσω να πάγω πάραυτα να γονατίσω εμπρός εις την Πορταΐτισσαν. Κατ' αρχάς εθάρρεψα ότι ήτον ο φίλος μου ο καπετάν-Καλόγερος, αλλ' αυτός ήτον εμπρός μου.

Τούρτσι μπιλίρσιν; έλεγε πάλιν ο καπετάν-Μοναχάκης αποτεινόμενος προς τον φίλον του ρώσον και κενών το δεύτερον καραφάκι του ίσου. — Νιεζνάι! Νιεζνάι! απήντα ο ρώσος πάλιν ροφών και αυτός το ιδικόν του. Άλλην ημέραν τον συνήντησεν ο καπετάν-Καλόγερος, ο φίλος του, προς τον Τοπ-Χανέ.

Και πήγ' αμέσως κ' έπεσα τα μπρούμιτα, γονατιστός μπροστά 'στήν Πορταΐτισσαν κ' εφώναξα καθώς μου υπαγόρευεν η άγνωστος μελωδική φωνή, της Ξενιώς μου η γλυκειά φωνίτσα. — Δεν έχεις γιατρικό και για τα μάγια, Παναγίτσα μου; Δεν έχεις γιατρικό; Ο παπά-Σεραφάκος άρχισε να ψάλη την παράκλησιν, και ο φίλος μου ο καπετάν-Καλόγερος, γονατιστός και ασκεπής, προσηύχετο και αυτός.

Εμπρός ο υποτακτικός του με το φανάρι, πίσω ο παπά Σεραφάκος με την Πορταΐτισσαν, μίαν μικράν μαλαματένιαν Παναγίτσαν. Εμβήκαμε πάλιν μέσα εις το τραχτήρι. — Δεν κάμνεις ένα αγιασμό; Μου λέγει ο φίλος μου. Εγώ δεν άκουα. Είχα τον νουν μου εις την μαλαματένιαν Παναγίτσαν. — Είδες διαμαντικά; έλεγα προς τον φίλον μου. — Έκαμεν άπειρα θαύματα, μου απαντά ο καπετάν-Καλόγερος.

Επήγα εις το Μεγάλο Αϊναλή, καθώς μου είπες. — Σου είπα εις το Μικρό Αϊναλή, καρσί εις το Μεγάλο! Τώρα τα ξώδεψα. Επλήρωσα δικαιώματα, φαρικά, ετσουρμάρισα, έδωσα πλάτικατους ναύταις μου, εγέμισα της αποθήκαις κουμπάνια. Ο καπετάν-Καλόγερος τον εμούντσωσε και τον άφησε: — Μπεκρούλιακα! Αυτά διαλογιζομένη η Ξενιώ, επαναλαμβανόμενα απαράλλακτα από κάθε ταξειδιώτην, διήρχετο την ώραν πλέκουσα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν