United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς όμως μπορούσα να έχω υπομονή, ενώ είχα επτά παιδιά να ταγίσω; Εις το βρωμόχανο όπου εκονεύαμεν μούχλα, στενοχώρια, κορέοι, φαγί με ξύγκι και έξοδα δέκα δραχμάς την ημέρα. Η αλήθεια είνε ότι ήμαστε και εννέα ανομάτοι, όλοι με γερά δόντια. Επέρασαν άλλες δέκα πέντε μέρες χωρίς τίποτις να γίνη. Τα λίγα μου χρήματα ετελείωσαν καί είχα και χρέος εις το ξενοδοχείον.

Τοιούτος διερμηνεύς δεν είχεν υπηρετήσει εις κανέν ξενοδοχείον. — Όνειρο ήτανε!

Αλλά πώς άλλως να γείνη; Ξενοδοχείον δεν υπήρχε· προτού αρχίσωμεν την ανάβασιν, εξέφρασα την ιδέαν να διανυκτερεύσωμεν εις το καφενείον της Σκάλας, αλλ' ο αγωγιάτης εξανέστη. — Πώς γίνεται! Τι θα 'πή ο Κύριος Μελέτης! Άλλως, δεν εφανταζόμην ότι θα διαρκέση τόσην ώραν η ανάβασις.

Την ροήν των αναμνήσεων διέκοψαν αι παρακλήσεις της ξενοδόχου όπως δυσωπήσωμεν δι' οιουδήποτε τρόπου το ζεύγος Βερτολόττη, το ετοιμαζόμενον ήδη ν' απέλθη εις το αντικρύ αντίζηλον ξενοδοχείον της Ανατολής.

Εκτός της Χριστίνας, όλα τα άλλα τα εύρισκα άνοστα, ανάλατα, ανούσια και πληκτικά. Ενθυμούμαι ότι μίαν ημέραν εις το ξενοδοχείον έκαμα όλον τον κόσμον να γελάση, παραπονεθείς ότι ήτο ανάλατη και η λακέρδα. Οι συγγενείς μου δεν ήθελαν αυτόν τον γάμον, διά τον λόγον ότι εκείνη δεν είχε τίποτε, και ουτ' εγώ πολλά.

Ο εξάδελφός της, έχων επείγουσαν εργασίαν εις Πειραιά, δεν ανήλθεν εις Αθήνας και η Θωμαή μετέβη εις το ξενοδοχείον μετά του μπάρμπ'-Αναγνώστη, όστις, συνηθίσας εις το κακουργοδικείον, όπου ο χαρακτήρ του έγεινεν υγρός και εύστροφος ως ποτιστικόν ρυάκιον, ήτο πάντοτε βολικός άνθρωπος, μη θέλων να χαλάση την καρδίαν κανενός. — Πάμε, Θωμαή, έλεγεν, απορών πώς ακόμη δεν τον συνήντησε.

Αλλά τώρα με συγχωρείς να σ' αφήσω, προσέθηκεν ο Γιαννάκης μειδιών. Οι πελάται μου βλέπεις ανησυχούν. Πλησιάζει η εκκαθάρισις του μηνός, και έχομεν εργασίας· το εσπέρας όμως σε θέλω· θα έλθω να σε πάρω από το ξενοδοχείον σου. . . . Πού κατέλυσες; — Εις την Μασσαλίαν. — Λοιπόν αναβλεπώμεθα. Και οι δύο φίλοι εχωρίσθησαν.

Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κώδων της Μεταμορφώσεως εσήμανε τας δώδεκα, και ο καθηγητής ενθυμήθη πρώτον μεν ότι τον επερίμενε το πρόγευμα εις την οικίαν του, δεύτερον δε ότι ο Λιάκος έτρωγε συνήθως εις ξενοδοχείον όπισθεν της πλατείας κείμενον. Επορεύθη λοιπόν προς το ξενοδοχείον και πράγματι συνηντήθη προ της θύρας του ξενοδοχείου με τον πρωτοδίκην. — Ω αδελφέ, ανεφώνησεν, ω αδελφέ!

Κατά το ταξείδιόν εκείνο εις έν ξενοδοχείον ο ενάρετος γέρων επληγώθη διά μαχαίρας, η δε σύζυγός του και το τέκνον του απήχθησαν ως δούλοι υπό εμπόρων. Εγώ υποστηρίζων αυτούς έχασα τα δύο δάκτυλά μου, αλλ' επειδή οι χριστιανοί, ως λέγουσιν ευνοούνται από τα θαύματα, ελπίζω ότι τα δάκτυλά μου θα γίνουν. — Πώς; Έγινες χριστιανός; — Από χθες, κύριε, από χθες! Αυτός ο ιχθύς είναι η αιτία.

Ηπόρησεν έπειτα, ότι η από του σταθμού εις το ξενοδοχείον μετάβασις διήρκεσε περισσότερον του σιδηροδρομικού του ταξειδίου. — Αληθώς αι Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις, διενοήθη μετ' ενδομύχου ευχαριστήσεως.