United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία, αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της, και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως. Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.

Είπε να φέρουν το φαγητό στο δωμάτιό του και, αφού έφαγε επήγε έφιππος έξω στον έπαρχο, τον οποίον δεν ηύρε στο σπίτι του. Περπατούσε συλλογισμένος στον κήπο εδώ κ' εκεί και φαινότανε ότι ήθελε σ' αυτές τις τελευταίες του στιγμές να μαζέψη στην ψυχή του όλη τη δυσθυμία των αναμνήσεων.

Ή άλλως: αυτοί ούτο δεν υσυχάζουσιν ευκόλως άπαξ κινηθέντες, έως ου τύχωσι του ποθουμένου ή η κίνησις λάβη τον οικείον δρόμον. Κατά το οποίον η ψυχή δεν είναι κυρία εαυτής και των αναμνήσεων αυτής. Διότι π.χ. επί μακρόν χρόνον έχουσι κεφαλήν δυσανάλογον. * &Ζητήματα περί ύπνου και εγρηγόρσεως και ονείρων και μαντικής.

Ευτυχώς ο Μανόλης, κατά την τελευταίαν περίοδον του βίου του, εάν έλεγεν ολίγα, έγραφεν ικανά. Σχεδόν δε πάντα τα υπ' αυτού γραφόμενα, ουχί μόνον τα διηγήματα και τα σκαλαθύρματα, αλλά και αυταί αι κριτικαί, πλαισιούνται υπό των αναμνήσεων του παρελθόντος, ιδίω δε του νεανικού του βίου.

Ο ναός της παρθένου Αθηνάς ανήκε τότε εις την παρθένον Μαρίαν. Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν ούτε ρινόφωνοι ψαλμωδίαι ούτε λιβάνου νεκρωσίμοι αναθυμιάσεις ή κώδωνες οχληροί ήρχοντο να ταράξωσι τα θέλγητρα των αναμνήσεων. Γλαύκες μόνον τίνες, εμφωλεύουσαι εις τα κοιλώματα της οροφής, εξέπεμπον εκ διαλειμμάτων πένθιμον κραυγήν, ως ει εθρήνουν της δεσποίνης των την εξορίαν.

Ο κόσμος πλάταινε, όπως η κοιλάδα μετά την καταιγίδα όταν η ομίχλη ανεβαίνει και εξαφανίζεται: το Κάστρο με φόντο το γαλανό ουρανό, τα χαλάσματα που πάνω τους η χλόη τρεμόπαιζε γεμάτη μαργαριτάρια, η πεδιάδα εκεί κάτω με τις συστάδες των βούρλων σε χρώμα σκουριάς, όλα είχαν μια γλυκύτητα παιδικών αναμνήσεων, πραγμάτων που χάθηκαν εδώ και πολύ καιρό, που θρηνήθηκαν, που αγαπήθηκαν κι έπειτα ξεχάστηκαν και τελικά ξαναβρέθηκαν όταν κανείς δεν τα θυμόταν και δεν τα νοσταλγούσε πια.

Ο καπετάν-Φώκας, μέγας, υψηλός, τυλιγμένος μέσα εις την βαρείαν γούναν του, μ' ασκεπή την κεφαλήν, χιονισμένος, κατήλθε πάλιν ηρέμα εις την πρύμνην του, χωρίς ν' αρθρώση λέξιν, αμίλητος ως φάντασμα. Ο ναύκληρος είτα μετ' ολίγον επανήλθε πάλιν εις των ναυτών την αίθουσαν, κ' εξηκολούθησε την συνέχειαν των φαιδρών εκείνων αναμνήσεών του. Τότε ήρχισαν όλοι οι ναύται κατά σειράν να διηγώνται.

Σκηνή: Η βιβλιοθήκη ενός σπιτιού στο Piccadilly, που βλέπει το Green Park. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Τι βιβλίο είναι; Α! το είδα. Δεν το διάβασα όμως ακόμα. Είναι καλό; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Να, εκεί που έπαιζες εσύ πιάνο, το ξεφύλλισα διασκεδάζοντας, αν και κατά κανόνα δεν μ' αρέσουν τα νεώτερα βιβλία αναμνήσεων.

Θυμήθηκα την ανησυχία, τα δάκρυα, τον σκοτισμό της διανοίας, την αδυμονίαν της καρδιάς, που είχα υποφέρει εις εκείνη την τρύπα. — Κανένα βήμα δεν έκαμνα, που να μην εγεννούσε μέσα μου την παρατήρηση. Ο προσκυνητής εις τους άγιους τόπους δεν απαντά τόσα μέρη θρησκευτικών αναμνήσεων, και η ψυχή του δύσκολα είναι τόσο γεμάτη από ιερή συγκίνηση. — Ακόμη έν από τα πολλά.

Η Αϊμά διετέλει εν αμηχανία, σκεπτομένη τι ηδύνατο να παραγγείλη χωρίς ναναγνώση την επιστολήν. — Περίμενε, σε παρακαλώ, μίαν στιγμήν, είπε. — Θα μ' εύρουν εδώ, και θα την έχω κακά. Κρυφά ήλθα. Η Αϊμά προσεπάθει εις μάτην να συλλαβίση τα γράμματα. Μία των λίαν μεμακρυσμένων και τεθαμμένων εν τη μνήμη αναμνήσεών της ήτο και αύτη. Ενεθυμείτο ότι είχε διδαχθή ανάγνωσιν, εν βρεφική σχεδόν ηλικία.