United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμηχανία μεγίστη κατείχε τον Τυνδάρεων, να δώση ή να μη δώση την κόρην του, και εις ποίον εξ όλων να την δώση όπως διαφύγη συμφοράν.

Η νέα περιετυλίχθη εντός του επενδύτου της, αλλά δεν είχε σκοπόν να κοιμηθή· εφοβείτο. Άγνωστα αισθήματα αποστροφής και οδύνης συνέθλιβον την καρδίαν της. Διετέλει εν αμηχανία και δεν είξευρε τι να σκεφθή περί του Γύφτου, ή τι να τω είπη. Ανεμιμνήσκετο ότι ο άνθρωπος ούτος την είχε πωλήσει. Η νέα είχεν εννοήσει καλώς τούτο.

Τιβουρκίου, ίνα περιμείνη εκεί το όνειρον, δι' ου ο άγιος ήθελε φανερώσει αυτώ το κατάλληλον προς θεραπείαν του ιατρικόν. Οι πιστοί κατέφευγον τότε εν τη αμηχανία των εις τα ουρανόπεμπτα όνειρα, η δε Εκκλησία, καίτοι καίουσα τους μάντεις, παρεδέχετο την ονειρομαντίαν, ως σήμερον ιατροί τίνες καταδιώκουσι τους μαγνητιστάς καίτοι μεταχειριζόμενοι τον μαγνητισμόν.

Τι κάνεις; θα σπάσουμε την ξένη βάρκα. Τούτο την έκαμε ν' αναλογισθή νηφαλιώτερον το πράγμα, και προσέθηκε·Και τάχας δεν θα γυρέψουν τη βάρκα; δεν θα τους χρειαστή; Τίνος να είνε; Ο νέος εν αμηχανία απήντησεν·Αφού θα κάμουμε μια γύρα στο λιμάνι και θα γυρίσουμε... δεν πιστεύω να την γυρέψουν πρωτήτερα, ότινος να είνε. Εκάθισεν εις τας κώπας και ήρχισε να ελαύνη.

— Η φυλή των Αθιγγάνων, είπεν ο ξένος. Δεν είνε αλήθεια ότι σας μισεί ο κόσμος; — Αλήθεια είνε, είπεν εν αμηχανία ο Γύφτος. — Και χωρίς καμμίαν αιτίαν... — Χωρίς αιτίαν βέβαια. — Διότι τι κακόν κάμνετε; Σεις είσθε τίμιοι, εργατικοί. Κανένα δεν πειράζετε. Κυττάζετε την δουλειά σας. — Ναι, έτσι είνε, εψιθύρισεν αμηχανών ο Γύφτος. Χμου!... Γρου!...

Τόννοιωσε ο Κωσταντίνος πως το χριστιανικό στοιχείο μεγάλωνε και δυνάμωνε, και πως ταρχαίο ξέπεφτε και μαραίνουνταν. Έδειξε λοιπό σπάνια πολιτική φρονιμάδα και τόλμη σαν άκουσε στην αμηχανία του απάνω τα λόγια της μάννας του και κηρύχτηκε προστάτης του νέου στοιχείου. Μια και πάρθηκε η απόφαση, ξεκίνησε το στράτεμά του μ' ελπίδα και με θάρρος, και πλημμύρισε τα βορεινά της Ιταλίας.

Εις την απαίτησιν της μοναχής αντιπροέβαλεν η Αϊμά άλλην απαίτησιν: — Θα μοι είπης λοιπόν, κόρη μου; επανέλαβε μειλιχίως η ηγουμένη. — Θα μοι είπητε, μήτερ μου, απήντησεν αίφνης η Αϊμά, διατί με κρατείτε κλεισμένην εις το κελλίον τούτο; Η ηγουμένη, αν και ώφειλε να περιμένη τοιαύτην ερώτησιν, ουχ ήττον εθορυβήθη. Αλλ' η αμηχανία της στιγμάς μόνον ολίγας διήρκεσεν. Είτα αναλαβούσα είπεν·

Όχι, τους έδωκε να εννοήσωσι, δεν ήτο Αυτός, αλλ' εκείνοι, οίτινες ήσαν εκ των κάτω, εκείνοι, όχι Αυτός, ήσαν προωρισμένοι, εάν επέμενον εν τη απιστία, εις το σκοτεινόν τούτο τέλος· «Συ τις ειηρώτησαν πάλιν εν οργίλη και απίστω αμηχανία. «Την αρχήν ό,τι και λαλώ υμίν», απήντησεν.

Ο σπιτονοικοκύρης κατάλαβε ότι η παρουσία του ενοχλούσε και βγήκε έξω σιωπηλός, παρόλο που ο Τζατσίντο διαμαρτυρόταν και του φώναζε να γυρίσει πίσω. «Άσ’ τον», είπε ο Έφις. «Αυτό που έχω να σου πω δεν πρέπει να το μάθει κανείςΚαι όμως, όταν έμειναν μόνοι, ένοιωσαν και οι δυο αμηχανία. Το φως έμοιαζε να στέκει εμπόδιο ανάμεσά τους.

Άρα δεν είναι αρχική προς την απαισιοδοξίαν τάσις οπού παραλύει την ενεργητικήν δύναμιν του Αμλέτου, αλλά είναι η ηθική του αμηχανία οπού δίδει τοιαύτην τροπήν εις το πνεύμα του.