Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Έκαμε μιμικόν κίνημα, σημαίνον ότι «εκείνος που είχε τα γένεια» δηλ. ίσως ο κατής ή ειρηνοδίκης, ήτον φόβος αν εγίνοντο παράπονα, μην τους τσακώση «απ' το γιακά» και τους στείλη «μέσα». Ο Λούκας απήντησεν· — Ορισμός σας, μπάρμπα-Χρήστο! . . . το γληγορότερο. Είτα ήρχισε να συνεννοήται με την παρέαν του.
Νομίζεις λοιπόν, ω ανόητε άνθρωπε, ότι σού καταπληγωθέντος οι εχθροί θα παραδοθώσι ταχύτερον; τόσον λοιπόν έχασες τας φρένας σου ώστε να έλθης εις αυτήν την κατάστασιν;» Ο δε Ζώπυρος απήντησεν· «Εάν σοι εκοινοποίουν τι έμελλον να πράξω, βεβαίως θα με εμπόδιζες· τώρα όμως το έπραξα χωρίς να ερωτήσω κανένα και ήλθεν η στιγμή καθ' ην, εκτός εάν δείξης καμμίαν έλλειψιν, θα κυριεύσωμεν την Βαβυλώνα, διότι όπως είμαι θα αυτομολήσω εις την πόλιν, θα είπω εις τους πολιορκουμένους ότι από σε έπαθον ταύτα και νομίζω, αφού τους πείσω περί τούτου, να μοι αναθέσωσι την στρατηγίαν.
— Τότε χαίρομαι, είπεν· ο σκύλος ας γαυγίζη για τη βάρκα του, κ' εμένα ας με γυρεύουνε στο σπίτι..... Ο νέος έλαβε το θάρρος να ερωτήση· — Πού ήτον ο κυρ-Μοναχάκης, που κατέβηκες απ' το σπίτι; Η Λιαλιώ απήντησεν· — Όλο στον καφενέ περνάει την ώρα του.....Ως τα μεσάνυκτα δεν ξεκολλάει... Εμένα μ' αφήνει πάντα μοναχή μου... Κ' εφαίνετο ετοίμη να κλαύση.
Αλλ' αύτη τον εκράτει με όλην την δύναμίν της. — Πατέρα, έκραξε μετά δακρύων, πατέρα! — Τι έχεις, κόρη μου; Η μικρά ήρχισε να ολολύζη. — Πατέρα, μη με φονεύης, έλεγε μετά λυγμών. Ο άνθρωπος εκείνος εφάνη ότι συνεκινήθη· αλλ' όμως κατέπνιξε το αίσθημα τούτο και απήντησεν· — Όχι κόρη μου, υπάρχει αθανασία! Και προσεπάθησε πάλιν ν' απαλλάξη τον τράχηλόν του από της περισφίγξεως των μικρών βραχιόνων.
— Τι κάνεις; θα σπάσουμε την ξένη βάρκα. Τούτο την έκαμε ν' αναλογισθή νηφαλιώτερον το πράγμα, και προσέθηκε· — Και τάχας δεν θα γυρέψουν τη βάρκα; δεν θα τους χρειαστή; Τίνος να είνε; Ο νέος εν αμηχανία απήντησεν· — Αφού θα κάμουμε μια γύρα στο λιμάνι και θα γυρίσουμε... δεν πιστεύω να την γυρέψουν πρωτήτερα, ότινος να είνε. Εκάθισεν εις τας κώπας και ήρχισε να ελαύνη.
Η Λιαλιώ εστάθη σύννους, κάτω νεύουσα την κεφαλήν, και είτα κράξασα, απήντησεν· — Ορίστε, μπάρμπα-Μοναχάκη; — Θέλεις να πας στους γονείς σου, ψυχίτσα μου; Καλά θα κάμης! Καρτέρει νάρθω κ' εγώ, να σε συνοδεύσω ως εκεί, μήπως κακοπαθήσης στο δρόμο, μοναχή σου, αγάπη μου! — Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Μοναχάκη! απήντησεν ανενδοιάστως το Λιαλιώ.
Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της. Όταν την ηρώτησα τι είχε γείνει το «Μεγάλο Δέντρον» το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν·
Ο γείτονάς μου ο Κωνσταντής ο Ρήγας, έξυπνος και κοσμογυρισμένος άνθρωπος, άμα ιδή να γεννηθή κανέν αγόρι στη γειτονιά, και βλέπει της γυναίκες κι' όλους τους συγγενείς νάχουνε χαρές, συνειθίζει να λέη· «Χαρήτε, βρε παιδιά· γεννήθηκε κι' άλλος χαμάλης!» Ακολούθως ηρώτησα την εξαδέλφην μου αν τυχόν συνέβησαν και άλλα τινά περίεργα εν σχέσει με την υπόθεσιν ταύτην. Η Μαχούλα απήντησεν·
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν