United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να εκείν' η γρηά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μέσ' το σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ. Είτα προσέθηκε·Δε μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίαν της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.

. . . Όχι, μη λες «είν' απάνω η μάνα» . . . μόνο να πης· «Αμέρσα, πώς είνε η μάνα, είνε καλλίτερα; έχει σηκωθή; . . . Στο στρώμα είν' ακόμαΓια να πιστέψουν πως βρίσκομαι απάνω στο σπίτι, και πως είμαι άρρωστη . . . Για να μην υποπτευθούν τίποτα, και με κυνηγήσουν τα σκυλιά! . . . Τρέξε, γλήγορα! Είτα προσέθηκε·Έχετε γεια . . . και καλή αντάμωση! . . .

Τι κάνεις; θα σπάσουμε την ξένη βάρκα. Τούτο την έκαμε ν' αναλογισθή νηφαλιώτερον το πράγμα, και προσέθηκε·Και τάχας δεν θα γυρέψουν τη βάρκα; δεν θα τους χρειαστή; Τίνος να είνε; Ο νέος εν αμηχανία απήντησεν·Αφού θα κάμουμε μια γύρα στο λιμάνι και θα γυρίσουμε... δεν πιστεύω να την γυρέψουν πρωτήτερα, ότινος να είνε. Εκάθισεν εις τας κώπας και ήρχισε να ελαύνη.

Είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σου στέλλει μικράν βοήθειαν, είπεν ο αγαθός ιερεύς. Ο γυιός σου, σου γράφει από την Αμερικήν. — Απ' την Αμέρικα ; ο Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθηκεν; ανέκραξε περιχαρής, ποιούσα το σημείον του Σταυρού η γραία. Και είτα προσέθηκε·Δόξα σοι ο θεός! Ο ιερεύς έβαλε τα γυαλιά του και εδοκίμασε ν' αναγνώση.

Φαίνεται δε ότι οι Ηρωδιανοί ήσαν κατά το πλείστον Σαδδουκαίοι. Ουδέν περισσότερον προσέθηκε· και την παρατήρησιν ταύτην η απλοϊκότης των μαθητών μωρώς παρενόησεν. Ούτοι εξελάμβανον πάντοτε κατά γράμμα όλας τας τροπικάς εκφράσεις Του, μεταφορικώς δε τας κυριωλεκτικάς.

Καλώς ορίστε! Και ευθύς προσέθηκε·Πόσα καντάρια ρουβάδα έχετε; Γενικός καγχασμός υπεδέχθη την ερώτησιν. Είτα επανέλαβε·Δεν ακούτε; Μας φέρατε πολλή ρουβάδα; πόσην έχει ο καθένας σας; Ο γέλως επανελήφθη, αλλ' ουδεμία απάντησις εδόθη. Και τρίτον ηρώτησε·Έχετε δηλωτικό για τη ρουβάδα;

Μετά τον πρώτον ακούσιον λυγμόν της, δεν είχεν εκβάλει πλέον άλλην φωνήν. — Τι! . . . πέθανε το παιδί; . . . Βρε! . . . έκαμεν ο Κωνσταντής, μείνας με ανοικτόν το στόμα. Είτα προσέθηκε·Για ταύτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε! . . . Η Δελχαρώ, ανακύψασα προς στιγμήν από του λίκνου, συνέχουσα τους λυγμούς της, είπε·

Ας είνε· ας φέρουμε μια γύρα μέσ' στο λιμάνι, τώρα με το φεγγαράκι. Και μετ' ολίγον προσέθηκε·Για να δοκιμάσω πώς θα μου φανή, όταν θα 'μβαρκάρω για να πάω πέρα... Έλεγε πάντοτε πέρα, κ' εννοούσε την πατρίδα.

Αλλά το περιεργότερον ήτο το πείσμα και η οξύτης, μεθ' ων τα ήρευεν ο μπαρμπα-Διοματάρης. Αληθώς δε ο Λάμπρος δεν το επερίμενε, και μεγάλως εξεπλάγη, όταν εις το τέλος της διηγήσεως ο αφηγητής προσέθηκε·Τέτοιοι είνε όλοι τους! Ύστερα, δώσε τους ψήφο. Δεν πάω ούτε να ψηφοφορήσω, να μου λένε πως μ' αγόρασαν. — Τι λες, μπαρμπα-Διοματάρη; ανέκραξεν ο Λάμπρος.

Και καθώς η φωνή Του τους εξύπνησεν, «Ούτως, ουδ' επί μίαν ώραν» είπεν, ισχύσατε αγρυπνήσαι μετ’ εμού; Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις περασμόν». Και είτα, όχι διά να μειώση το σφάλμα των, αλλά διά να υποδείξη τον κίνδυνον τούτου, προσέθηκε· «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής».