United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο λαός ως μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του.

Τώρα μεν ακούω τας στοναχάς του σφαζομένου Αγαμέμνονος· τώρα δε τον γόον του αυτοκτονούντος Αίαντος και αύθις τους ολολυγμούς της Ηλέκτρας· και νυν τον κλαυθμόν τον ακατάσχετον του Πέτρου, και πάλιν της Μαγδαληνής τους λυγμούς. Περιβαλλόμεθα πάντοθεν υπό της σκοτίας και κατευθυνόμεθα εις αδιόρατον σκότος. Η πυξίς μόνη μας οδηγεί, και των άστρων η τρέμουσα φεγγοβολή.

Ο άλλος προσπάθησε ν’ απαντήσει, αλλά από το στόμα του βγήκε μόνο ένα τρεμάμενο ούρλιασμα∙ έπειτα ξέσπασε σε λυγμούς. «Άντε, κουνήσου, πήγαινε να φωνάξεις τους βοσκούς που είναι εκεί πάνω, στο δάσος…» «Πού τον στέλνεις, αφού είναι τυφλόςείπε ο Έφις ενώ έσκυβε και έβαζε το ένα του χέρι επάνω στην καρδιά του γέρου.

Μετά τον πρώτον ακούσιον λυγμόν της, δεν είχεν εκβάλει πλέον άλλην φωνήν. — Τι! . . . πέθανε το παιδί; . . . Βρε! . . . έκαμεν ο Κωνσταντής, μείνας με ανοικτόν το στόμα. Είτα προσέθηκε·Για ταύτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε! . . . Η Δελχαρώ, ανακύψασα προς στιγμήν από του λίκνου, συνέχουσα τους λυγμούς της, είπε·

Και την άκουγα να ξεσπά σε λυγμούς, σα να βρισκότανε σε μεγάλη αγωνία: Αν δεν είχα εσέ, πιστεύεις πως θα μπορούσα να ζήσω; Πόσο βάσταξε η εποχή αυτή δεν μπορώ να το θυμηθώ σωστά. Τη θυμούμαι μόνο σαν ένα μοναδικό φοβερό χειμώνα χωρίς χιόνι, σα μια μακριά σκοτεινή γραμμή στη ζωή μας, στη ζωή που μου φαινόταν άδεια και χωρίς νόημα.

Σου πειράζουν τα νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η δυστυχία, την οποίαν πολύ γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας ετοιμάζεις, η ατιμία . . . Θεέ μου! . . . Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν της, εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις λυγμούς.

Και όμως τόρα, ότε απεχαιρέτα τον Ζάνον, μόνη η υπερηφάνεια συνεκράτει τους λυγμούς και τα δάκρυα, τα οποία, δεν ήθελε να ιδούν ούτε οι άψυχοι τοίχοι του οικίσκου της.

Μόνον τους λυγμούς της ήκουα εντός του σκοτεινού σταύλου, και τώρα έβλεπα το άτονον βλέμμα της και τα χείλη της βωβά. Η ευτυχία της υπάρξεώς της κατεστράφη υπό τας αγρίας χείρας εκ των οποίων διέφυγεν όπως μας σώση. Η ατιμωτική εκείνη επαφή απεμάρανε το θαλερόν της ζωής της γόητρον. Το κάλλος απέμενεν, αλλ' άνευ της προτέρας λάμψεως πλέον.

Τότε και η άγκυρα του πλοίου, ανασυρομένη εν δαιμονίω κρότω στροφίγγων, αλύσεων και μοχλών προς απόπλουν, εκάλυψε τους περιπαθείς λυγμούς της αφάτου χαράς των αναγνωρισθέντων συζύγων.

Σε λίγην ώρα όμως, ξάφνου, πετιέται ορθός σα μαχαιρωμένος, αγκαλιάζει τ' αλόγου του το λαιμό και του καταφιλεί το μέτωπο με δάκρυα και με τέτοια θλιβερά λόγια, μισοκομέν' από λυγμούς. — Κακότυχέ μου ντουρί, δε θα λα ιδής άλλη βολά τώρα τη Χάιδω την ώμορφη, δε θα λα σου χαϊδέψη πάλε τη χιούτη σου με τα μαρμαρένια της χέρια, δε θα λα σε ταγίση άλλη βολά το βρώμι στην πλουμισμένη της ποδιά.