United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της πρώταις ημέραις που την έθαψαν, ο παπά-Κονόμος, επί μίαν εβδομάδα δεν ημπορούσε καθόλου να παρηγορηθή. Αυτός οπού επαρηγορούσεν όλους τους θλιμμένους του χωρίου, με τα ωραία και παραμυθητικά βιβλία που τους εδιάβαζεν, δεν ημπορούσε να παύση τους λυγμούς του, οι οποίοι κάθε λίγο του ήρχοντο και έκλαιε σαν το νήπιον οπού το πειράζουν εις το θέλημά του.

Επί μακρόν επεκράτησε σιγή. Έπειτα η φωνή του γέροντος συγκοπτομένη από λυγμούς: «Quo vadis Domine? . . .» —

Έπεσες; — Ο Πατούχας, ... ο Πατούχας ο αναθεματισμένος ... .εψέλισεν η κόρη, μη κατορθώνουσα από τους λυγμούς να τελειώση την φράσιν. Και τα δάκρυα της επέτεινον το θέαμα της υγρασίας, ως διά να παραστήσουν τραγικώτερον το γεγονός. — Είντα σούκαμ' ο Πατούχας; — Μια πέτρα μούρριξε ... .και μούσπασε το σταμνί στον ώμο μου, κατώρθωσεν επί τέλους να είπη η Μαργή.

Η βοή του σιρόκου η ακατάβλητος εκόμιζε τώρα μέσα εις τον ναΐσκον λυγμούς και θρήνους, εκόμιζε και των ναυαγίων τα τριξίματα, τα οποία ριπτόμενα κατά του μαρμαρίνου κρηπιδώματος του λιμένος εκρότουν θραυόμενα. Η τρικυμία επεκταθείσα είχεν εισορμήσει πλέον μέσα εις την πόλιν εν πλημμύρα φοβερά.

Τώρα! απήντησε καταπίνων δύο λυγμούς ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας και περνών νέον σπάγγον εις την σακκορράφαν του, δέκα μέραις ύστερα οπού φύγαμε για την Μαρσίλια. Δεν σας τώπα; — Θεός σχωρέστηνε! επανέλαβεν ο Καπότας με την έρρινον πάντοτε φωνήν του· καλή γρηούλα! Και προσέθηκε: — Και τι οργή Θεού, κυρ Γιωργάκη!

Παππού, ε, παππού· ηκούσθη αίφνης φωνή παιδιού, εισορμήσαντος εν θορύβω εις τον οικίσκον και ριφθέντος επί των γονάτων του· δεν το θέλω πια το καρυοφύλλι σου· να μου πάρης ένα σαν του στρατιώτη. . . Ο Χειμάρρας έστρεψε και ητένισεν αυτό καταπνίγων τους λυγμούς του.

Ήρθεν ευθύς εμπρός του η θλιβερή εικόνα του σπιτιού με τη γυναίκα του κλιναρομένη να χαροπαλαίβη, να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και κάτω τα παιδιά να σέρνονται και να κλαίνε μόνα κ' έρημα. Και πέφτοντας με λυγμούς και δάκρυα στην αγκαλιά του Μπαρμπατρίμη·Ναι· είπε με φωνή μισοσβυσμένη, λέγεις και δεν ήθελε να την ακούση ο ίδιος. Δόξα νάχη ο Θεός!

Έρριψε και τεμάχιον ξηρού άρτου, έλαβε και μάλλινόν τι χράμιον, ακόμη δε και τον μικρόν φανόν, διότι ενύκτωσε πλέον, και ανεχώρησε καληνυκτίσασα την κόρην της, ήτις ανελύθη πλέον εις λυγμούς, κουβαριασμένη ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, άνευ πυράς εις την εστίαν και άνευ ελπίδος εις την καρδίαν.

Με περιβάλλει το Φάσμα διά της σκιάς του, και ιδού κελλίον σκοτεινόν και στενόν· εις γωνίαν αυτού γυνή λυσίκομος προσεύχεται, τύπτουσα το στήθος, και προφέρουσα μετά συντριβής εις εκάστην της προσευχής της στροφήν, φράσιν εις λυγμούς πνιγομένην: — Κύριε! ελέησόν με την αμαρτωλήν!. . Υπήρξα εις τον πατέρα μου άπιστος, χάριν του συζύγου μου· και εις τον σύζυγόν μου υπήρξα άπιστος, χάριν του πρώτου εραστού μου· και εις τον πρώτον εραστήν μου υπήρξα άπιστος χάριν του δευτέρου· και εις τους δέκα εραστάς, χάριν των άλλων δέκα· και εις τον ίδιον εαυτόν μου τέλος υπήρξα άπιστος, χάριν του όλου αριθμού των εραστών μου.

Ποιος μ' εφώναξε! . . . Τα μάτια του εγέμισαν αμέσως πάλιν από δάκρυα. Καταπραϋνόμενος δε ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε να ψάλλη με θρηνώδη φωνήν, διακοπτομένην ενίοτε από λυγμούς. «— Πού εστίν η του κόσμου προσπάθεια; Πού εστίν η των προσκαίρων φαντασία; . . .»