Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Δεν είσαι σκοτωμένος! Δέκα κατάρτια υψηλά, το έν επάνω 'ς τ' άλλο, το ύψος οπού έπεσες δεν ημπορούν να φθάσουν. Θαύμα να είσαι ζωντανός! Ομίλησέ μου πάλιν. ΓΛΟΣΤ. Αλήθεια όμως έπεσα ή όχι; ΕΔΓΑΡ Απ' επάνω απ' του φρικτού αυτού κρημνού την κορυφήν. Ιδέ την! Ούτε ν' ακούσης ημπορείς ούτε να διακρίνης εκεί επάνω το πουλί, όσον κι' αν λαρυγγίζη. Γύρνα κ' ιδέ! ΓΛΟΣΤ. Αλλοίμονον! Δεν έχω πλέον 'μάτια.

ΦΙΛ. Και όπως οι Φοίνικες, υπελόγιζες τον δρόμον σου από την κίνησιν των άστρων; ΜΕΝ. Όχι, αλλ' εις αυτά τα άστρα εταξείδευσα. ΦΙΛ. Διάβολε, πολύ μακρόν όνειρον θα είδες, αφού ελησμόνησες και εκοιμήθης ολοκλήρους παρασάγγας. ΜΕΝ. Σου φαίνεται ότι διηγούμαι όνειρον, ενώ εγώ προ ολίγου ήλθα από τα ανάκτορα του Διός. ΦΙΛ. Πώς είπες; Συ ο Μένιππος μας έπεσες από τον ουρανόν;

Όπου και να είναι, θα φθάση ένας με τον ταχυδρομικό του σάκκο στην αμασχάλη, με το τουφέκι στον ώμο του. Αυτός είναι ο φονιάς του σουλτανέλη. Ονομάζεται Χαραλάμπης, υιός του Μητάκου. Κάθε δεκαπέντε περνά το ίδιο το γεφύρι, που έπεσες με τ' άλογο. Τα ώτα μου εβόιζον ισχυρώς, μόλις τον ήκουον.

Έπεσες εις χείρας ηγεμόνος γενναίου· μη φοβού· αποτάθητι ελευθέρως εις τον κύριόν μου, ούτινος η άπειρος γενναιοφροσύνη επιδαψιλεύεται άφθονος εις πάντας τους εις αυτήν καταφεύγοντας. Επίτρεψέ μου να του αναγγείλω την ευγενή υποταγήν σου, και θα εύρης νικητήν συγχωρούντα προθύμως πάντα επικαλούμενον την επιείκειάν του.

Αχ, Αρετούλα, δεν τον έμαθες ακόμη τον κόσμο, και πήγες κ' έπεσες σε παγίδα μεγάλη και φοβερή. Άρπα το φανάρι και τρέχα ν' ανοίξης την πόρτα. Πρέπει να είνε ταδέρφια σου. Ύστερα πάλι τα ξαναλέμε. Πρόσεχε μόνο να μην τακούση, καημένη, ο Κωσταντής, γιατί χαθήκαμε. Τόξερε πως δεν θα τον ακούσουμε, και πήγε ίσια στο κορίτσι ο αδιάντροπος, που από το Θεό να το βρη!

Αυτός δε ο γεμάτος στάκτην, ως ψωμί που εψήθη εις την ανθρακιάν, και με φλυκταίνας εγκαυμάτων εις το δέρμα ποίος είνε; ΑΙΑΚ. Είνε ο Εμπεδοκλής, ω Μένιππε, ο οποίος μας ήλθε μισοψημένος από την Αίτναν. ΜΕΝ. Και τι σου ήλθε, λαμπρέ άνθρωπε με τα χάλκινα υποδήματα, κ' έπεσες μέσα εις τους κρατήρας του ηφαιστείου; ΕΜΠ. Έπαθα μίαν διατάραξιν, Μένιππε.

Και προς αυτόν απάντησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 35 «Πηλείδη ω μακάριε, θεόμορφε Αχιλλέα, 'ς την Τροίαν έπεσες μακράν απ' τ' Άργος, κ' εσφαζόνταν ήρωες Τρώαις και Αχαιοί, με πείσμα να σε πάρουν, και συ, 'ς το μέσο απέραντος νεκρός, 'ς την πυκνή σκόνη, κειτάμενος, τους ιππικούς αγώναις σου ελησμόνεις. 40 εμείς επολεμούσαμεν ολημέρα, και η μάχη δεν έπαυ', αν ανεμικήν δεν είχε στείλει ο Δίας.

Ω Θεέ μου! ακόμη είμαι παγωμένη, είπε ψυλαφώσα το σώμα με τας χείρας αυτής. — Δεν γίνεται να είσαι παγωμένη, είπε μειδιώσα η Σιξτίνα. Εδώ κάμνει ζέστην, και ο χειμώνας μας πέρασεν. Έτσι σου φαίνεται. — Ω Θεέ μου! — Και έπεσες εις το νερόν; — Ναι. — Ήτο βαθύ; — Πρέπει να ήτο πολύ βαθύ. — Και πώς δεν επνίγης; — Αυτό δεν ειμπορώ ακόμη να εννοήσω, είπεν η Αϊμά. Τι έγεινε δεν ειξεύρω.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν