United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κ' επροπορεύθηκε, κ' εκείνοι ακολουθούσαν. και ο κήρυκας απ' το καρφί την ηχηρήν κιθάρα 105 κρεμά, και τον Δημόδοκον χεροδηγεί και φέρει από το δώμα εις την οδόν, 'που οι πρώτοι των Φαιάκων όλοι επορεύονταν, να ιδούν τους θαυμαστούς αγώναις.

Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• «Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! 170 κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια. και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος, απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, 175 με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις• και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε, ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. 180 αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση, 'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε».

Και προς αυτόν απάντησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 35 «Πηλείδη ω μακάριε, θεόμορφε Αχιλλέα, 'ς την Τροίαν έπεσες μακράν απ' τ' Άργος, κ' εσφαζόνταν ήρωες Τρώαις και Αχαιοί, με πείσμα να σε πάρουν, και συ, 'ς το μέσο απέραντος νεκρός, 'ς την πυκνή σκόνη, κειτάμενος, τους ιππικούς αγώναις σου ελησμόνεις. 40 εμείς επολεμούσαμεν ολημέρα, και η μάχη δεν έπαυ', αν ανεμικήν δεν είχε στείλει ο Δίας.

Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδατην κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία• 85 τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη. αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι, τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν, και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι. να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, 90 εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων, ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε. και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• 95 και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε• Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι, και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα• ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, 100 όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του, σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων, 'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια».

«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε 235 λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,— εδώ τώρα καθήμενοιτον δείπνο με ομιλίαις ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω. και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, 240 όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας, αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείοςτην Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη• με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα, πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον 245 εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του•το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης, αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία• τέτοιοςτην Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν όλοι, κ' εγώ τον γνώρισααυτό το σχήμα μόνη, 250 και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη• αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι, κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο, 'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω, πριν αυτός φθάσηταις σκηναίς καιγοργά καράβια, 255 τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη, και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος, εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι. τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν, ότ' η καρδιά μου είχε στραφήσπίτι μου να γύρω, 260 και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη, την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα, κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα, οπούτον νου καιτην μορφή τον κάλλιο του δεν έχει».