United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


το μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι, 15 οι γείτονες κ' οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου, τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι, δυο χορευταίςτην μέση τους πηδούσαν κ' εγυρίζαν.

Άρχιζεν έτσι: Αγαπητέ μου, φίλτατε, έλα όσον δυνηθής γρηγορώτερα, σε περιμένω με χίλιες χαρές. — Ένας φίλος, που ήλθεν εκείθεν, έφερε την είδησιν, ότι εξ αιτίας κάποιων περιστάσεων δεν θα επιστρέψη τόσο γρήγορα· το γραμματάκι έμεινεν εκεί και μου έπεσε το βράδυ στα χέρια.

Ο Κώστας, καθά διηγούντο, είχε γείνει ποτέ αράπης μελανωμένος την νύκτα, διά να ενεδρεύση και δείρη ένα κάποιον Γούμενον, όστις είχεν έλθει στο μοναστήρι μεταπομπαίος υπό του Επισκόπου, επειδή ο ξένος καλόγερος διεμαρτύρετο κατά του Βαβήλα διά την καταβόσκησιν των κτημάτων της Μονής. Όταν συνηντώντο εις την βρύσιν του Άι-Λιά, — Τώκαμες πάλι το θάμμα σου, πουλί παραδερμένο, άρχιζεν ο Γιώργης.

Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν, και αυτός ογλήγορ' έφθασετο δώμα του κυρίου. 255 εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις, αντίκρυτον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε. ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις, και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη. τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, 260 κ' έμειναν• ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι• κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος• «Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα• ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει• 265 πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη δίφυλλη• ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε; και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν• ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, 270 'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν».

Ο Γιάννης του Λέκα, νέος εικοσαετής, εφαίνετο ότι έχαιρε μεγάλην χαράν σφόδρα, όταν του έλεγαν ότι θα ήρχετο εκείνον τον χρόνον, διά να τον πάρη στρατιώτην, το περιοδεύον Στρατιωτικόν συμβούλιον. Άρχιζεν αμέσως να κάμνη βήματα, προφέρων: έν γυό, έν γυό, κ' ήτον όλος γέλοια και χαρά.