United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ εις αυτούς τους ανθρώπους, αν είχα εξουσίαν, θα έθετα φίμωτρον. Έγεινε δύο η ώρα, κι' ο Γούμενος εκοιμάτο κι' ο κόσμος εκρύωνεν. Ο Γιώργης το Μπονακάκι μου προσεφέρθη να υπάγη να ξυπνήση τον Γούμενον. — Όχι, μην τον ξυπνάς. Δεν έχομε θάρρος στον άνθρωπον. Πάμε μέσα, κ' εγώ θ' αρχίσω τον «Πολυέλεον», διά να πάρω την μπόρα . . . δηλαδή διά ν' αναλάβω την ευθύνην.

Εκαθότανε με τη μάννα του στην πεζούλα από κάτω από το κελλί μου και τάλεγαν πάλι· τι αδιαντροπιά! — Από ντροπή δα ας πη κι' άλλος, είπεν ο παππά Φίλιππος. — Και πας είνε μόνο τα λόγια, εκείνα που κάνει τι σου λένε; είπεν ο Γιώργης. — Ας όψουνται που μας τον φέρανε πάλι στο κεφάλι μας· είπεν ο παππά Φίλιππος.

Είναι κι' ο Δεσπότης που τονε θέλει, είπεν ο παππά Κύριλλος· τέσσερα μουλάρια φορτωμένα τις προάλλες για την πανιερότητά του· και τρώτε καλόγεροι και παππάδες φασούλια νερόβραστα. Και επρόσθεσε σαν από μέσα του. — Και να συλλογιστή κανείς πως αυτός ο άθρωπος αγαπά τόσο τη μάννα του, ενώ βρίζεται κάθε μέρα μαζή της! — Να σας πω, φταίτε σεις ούλοι! είπεν ο Γιώργης ο μπακάλης.

Και να τους γκρεμίσης απ' τη σκάλα! αποτελείωσε ο Βαγγέλης. — Δεν τώκανα, είπε ο Γιώργης, είμαι μαλακός, βλέπεις.., — Αυτός τι σούπε; ρώτησε πάλι ο Μήτσος. — Τι να μου πη; Σηκώθηκε, πήρε τη σκούφια του και κίνησε να φύγη, δίχως να καλονυχτίση. Και στην πόρτα κοντοστάθηκε και μούπε: «Τι να σου κάνω, κακομοίρη; Ήξερα να σου μιλήσω σαν πρόστυχος που είσαι και φαίνεσαι.

Ο Γιώργης το Μπονακάκι, ψάλτης, όστις είχεν υπάγει αφ' εσπέρας, μ' επληροφόρησεν ότι ο πάτερ Γεράσιμος είχεν υποσχεθή να σηκωθή μετά μίαν ώραν, και ν' αρχίση τον όρθρον. Καλά. Σημείωσις ότι το παλαιόν μονύδριον της Κεχριάς ήτο προσκολλημένον ως μετόχι εις το πάλαι ποτέ σεβάσμιον κοινόβιον του Ευαγγελισμού, κ' εκείθεν είχεν έλθει διά να τελειώση την πανήγυριν ο παππα-Γεράσιμος.

Πρώτα πρώτα σ' ωνομάτισεν εσένα, κ' έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι' εβγήκεν απ' την στια. Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν' ο Γιωργής μας γερός, είμασθ' όλοι καλά! Ύστερα μ' ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ' εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα ωνομάτισε τον Χρηστάκηκαι διες εσύ!

Βρε Γιώργη; Τ' είνε τούτο το κακό; του είπε ο Μητσος, σκύβοντας στο πρόσωπό του με ψυχοπόνια. — Γραφτό μου ήτανε! είπε ο Γιώργης. — Έννοια σου, δεν έχεις τίποτα· κουράγιο! του ξαναείπε. — Το βλέπω κ' εγώ. Θα με πήρε ξυστά! Δεν πονάω... Ο Μήτσος τον έψαξε στο στήθος. Δε φαινότανε τίποτε απ' έξω. Σταλιά αίμα δεν είχε χυθή.

Σαν να ήταν όμως τώρα προσποιητός ο θυμός της και σαν να της άρεσε πως είχε να κάμη με χαραχτήρας ανδρικούς και εφαινότανε σαν περήφανη, γιατί η νίκη της θα είχε περισσή αξία. Ήταν καπετανόπουλα οι δυο φίλοι της Σμαραγδούλας και εχθροί μεταξύ τους μεγάλοι, ο Γιώργης ο Μόρφος και ο Ζώης ο Περήφανος.

Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος διεμαρτύρετο από της θύρας κ' έστελλεν απειλητικά βλέμματα προς τον Απίκον. Ο κυρ-Ανδρέας του απήντα διά περιφρονητικού μειδιάματος. — Τώρα; είπεν ο Μπάρμπα Γιώργης ο Απίκραντος.

Αι λόγχαι αυτών και τα πλατύτατα εκείνα ξίφη δεν εχρησίμευον παρά ως αρνόσουβλες μόνον εις κανέν πανηγύρι!. . . Την αυτήν ιδέαν εξέφρασεν ο γέρων και περί του όπλου του Σασεπώ, ότε το πρώτον ήκουσε περί αυτού. Και τόρα, ότε το έβλεπεν εμπρός του, ότε αντελαμβάνετο της ταχυεργού δυνάμεώς του, δεν ηρνείτο μεν αυτήν, αλλ' είχε πεποίθησιν ότι ο Άι Γιώργης του ήτο ανώτερος και αυτού.