United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο γέρων ιερεύς, ο πνευματικός των, ο παπα- Γιώργης όστιςας είνε καλάσυχνά τας επαρηγόρει, διδάσκων αυτάς την εν Κυρίω υπομονήν, η οποία βραβεύεται δι' αμαράντων στεφάνων παρά του μισθαποδότου Χριστού.

Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ, ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Αυτός έκαμνεν αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, τι να συνέβη τάχα, και διατί δεν επήγεν εις τον ναόν του Αγίου; Μήπως του αφήρεσαν το προεστ'λίκι απ' εκεί;

Έννοια σου, παιδί μου, είπε λαχανιασμένος ο αγαθός γέροντας, σκύβοντας απάνω του. Έννοια σου, και θα σε κάνω καλά εγώ. Κουράγιο μόνο! Να ιδούμε τώρα τη λαβωματιά σου. Του σήκωσε τα ρούχα του, πήρε απ' τα χέρια του παιδιού της σπετσαρίας, που ήρθε κοντά του, τα χρειαζούμενα, και άρχισε να πλένη και να καθαρίζη την πληγή. — Αίμα σου ήρθε απ' το στόμα; τον ρώτησε. — Όχι! είπε ο Γιώργης.

Λόγο θα δώσης; Δεν τον ήθελες, τελείωσε... — Όχι, έχω να σου πω, ξαναείπε ο Γιώργης, για να καταλάβετε τι ανθρώποι είνε στον κόσμο. «Άκου, Σταύρο, του λέω λοιπόν, πόσο σε θέλομε στο σπίτι μας το ξέρεις. Κανένα παράπονο δεν έχω μαθές. Μα ο κόσμος είνε κακός.

Τα προικιά μου είταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τάλλα τα είχαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του νάχουμε! Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα, — είταν άνοιξη σαν και τώρανα δη αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα.

Αλλά πώς είχον μυρισθή την υπόθεσιν, κ' είχον λάβει είδησιν, όλες η μάγκες του τόπου, παιδία μεταξύ δώδεκα και δεκαέξ ετών, πρώτος ο Θοδωρής ο Τσούνος, είτα ο Γιάννης ο Ζόπης, κι' ο Πέρρος ο Τριζόπης, κι' ο Βασίλης ο Γλάρος, κι' ο άλλος ο Βασίλης ο Κουλός, κι' ο Γιώργης ο Κυρκυδός, κι' ο Δημήτρης ο Ψόφος, κι' ο Γιάννης ο Κιώρης, κι' ο Αλέξης το Φανάρι, κι' ο Μανωλιός το Ψαλτήρι, και τόσοι άλλοι; Μόλις είχε γνωσθή η είδησις, ότι την περασμένην νύκτα είχε πέσει έξω παρά την Κεφάλαν, την απότομον υψηλήν ακτήν, πλησίον επισφαλούς βορεινού όρμου, μία μεγάλη νάβα ολλανδική, πελώριον σκάφος φορτωμένον με αγγεία, σίδηρον καί τινα υφάσματα.

Δεν πειράχτηκα! είπε ο Γιώργης με καλωσύνη τώρα. Μη με ξεσυνερίζεστε. Στο σπίτι είπα! Τα λίγα λόγια που είχε πει τον κουράσανε. Έβαλε την απαλάμη στο στήθος του κ' έγειρε το κεφάλι του απάνω στο στήθος του φίλου του. Ξεκινήσανε.

Τωόντι ο Γιωργής της Θασίτσας μετά ταύτα, μίαν πρωίαν, εκαθάριζεν εν τη προκυμαία δύο των δέκα βαρέλων βαρέλια, επισύρων τον φθόνον του κυρ Βαρσαμού, εις μάτην προσπαθούντος να μαντεύση πού εύρεν ο Γιωργής της Θασίτσας τόσα κεφάλαια.

Αδύνατος άνθρωπος αυτός ο Κυριάκος, είπεν ο παππά Κύριλλος και είνε φόβος μήπως τον καταφέρει και τονε στεφανώσει γιατί έχει και βοηθούς σαν κι' αυτόν. — Ναι, έχει τον παππά Κρητικό, τον κατεργάρη και τον Γιάννη τον Σερέτη τον συγγενή του γαμπρού, είπεν ο Γιώργης. — Θαρρώ όμως πως δε θα τα καταφέρη, είπεν ο παππά Φίλιππος.

Τας 210 ταύτας δραχμάς θα διεμοιράζοντο ως εξής : θα ελάμβανον ανά 50 δραχμάς οι τέσσαρες, και θα έδιδαν τας λοιπάς δέκα ως και τα τσαρούχια εις τον Κώσταν τον Άγγουρον. «Τόσα άξιζε, δεν άξιζε παραπάνω», εβεβαίου ο μπαρμπα- Γιώργης. Την απαίτησιν ταύτην διεβίβασεν από της πρωίας ο γερο- Απίκραντος και εις τα δύο κόμματα.