United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις ένα χωριό της Μεγάλης Ελλάδας εζούσεν ένα καιρό ένα κορίτσι τόσο καλόκαρδο και χαριτωμένο, πού όλος ο κόσμος το αγαπούσεν. Αν και δεν ήταν πλούσιο, εύρισκε τρόπο να βοηθή τους πτωχούς· ό,τι της έδιδαν το εμοίραζε με αυτούς, και όταν τα χέρια της ήσαν άδεια, η καρδιά και το στόμα της ήσαν πάντοτες γεμάτα καλά αισθήματα και καλά λόγια για να τους παρηγορή.

Τας 210 ταύτας δραχμάς θα διεμοιράζοντο ως εξής : θα ελάμβανον ανά 50 δραχμάς οι τέσσαρες, και θα έδιδαν τας λοιπάς δέκα ως και τα τσαρούχια εις τον Κώσταν τον Άγγουρον. «Τόσα άξιζε, δεν άξιζε παραπάνω», εβεβαίου ο μπαρμπα- Γιώργης. Την απαίτησιν ταύτην διεβίβασεν από της πρωίας ο γερο- Απίκραντος και εις τα δύο κόμματα.

Και οπόταν είδεν αυτός πως καθαρίζοντας αυτά τα στρίδεια του έδιδαν έναν αριθμόν μαργαριτάρια, που να ημπορέση να φέρη με τες πλάτες του εις το καράβι, μου είπε γελώντας· νέε μου, σου αφίνω υγείαν· εγώ σε ευχαριστώ εις την δούλευσιν που μου έκαμες. Ω πατέρα μου, έβγαλέ με το λοιπόν απ' εδώ.

Αυτά 'πε, καιταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμουτα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι. κ' έτρωγεν όσον ο αοιδόςτο μέγαρο ετραγούδα• και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος, τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα 360το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις, να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν• και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση. άρχισε αυτός να διακονά δεξιά καιτον καθέναν 365 το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης. και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία, και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε.

Αυτά ήσαν τα εφόδια της φιλοσοφίας σου και αυτά σου έδιδαν το δικαίωμα να υβρίζης τους πάντας και να διδάσκης τους άλλους; ΠΑΡΡ. Τοιούτοι είνε όλοι αυτοί. Πρέπει δε να σκεφθήτε και να εύρετε τρόπον διά να διακρίνουν οι άνθρωποι ποίοι εξ αυτών είνε καλοί και ποίοι αγύρται.

Εις αυτό το αναμεταξύ που αυτοί εδιηγούνταν, ήλθε νύκτα, και ακούουν τόσα τύμπανα της δικαιοσύνης, που ελαλούσαν εις όλην την χώραν. Ο Καλάφ ερώτησε τι θέλει να ειπούν αυτά τα λαλήματα· και η γραία του είπεν, ότι αυτά έδιδαν είδησιν του λαού, ότι έμελλε να θανατώσουν το δυστυχισμένον βασιλόπουλον που σου εδιηγήθηκα, επειδή και δεν εδιάλυσε τα αινίγματα της βασιλοπούλας.

Αλλ' επ' εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισται προθύμως του έδιδαν, αλλ' απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε, κατ' αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου. . . Πλην φευ! αυτός δεν ήτον ο μόνος καϋμός του . . .

Κατά την στιγμήν εκείνην πού επρόκειτο να χωρισθούν απ' αλλήλων, όπως εκτεθούν εις τους κινδύνους, τα δεινά παρουσιάζοντο ζωηρότερα εις το πνεύμά των ή ότε εψήφιζον την εκστρατείαν· εν τούτοις αι μεγάλαι προπαρασκευαί, τας οποίας έβλεπον προ των οφθαλμών των, τοις έδιδαν θάρρος.

Έδιδαν εντολήν επίσης εις αυτούς να καθαρισθούν και από το άγος της Χαλκιοίκου Αθηνάς, το οποίον ήτο το εξής.

Μετά ταύτα δε οι άλλοι στρατηγοί των Αθηναίων, οι οποίοι ήσαν εις την Σικελίαν, διαιρέσαντες το στράτευμα εις δύο μέρη, έκαστον των οποίων έλαβεν ένα καθένας από τους δύο με κλήρον διηυθύνθησαν μεθ' όλου του στόλου προς τον Σελινούντα και την Έγεσταν, διά να μάθουν αν οι Εγεσταίοι θα τους έδιδαν τα υποσχεθέντα χρήματα, να επιθεωρήσουν την κατάστασιν των Σελινουντίων και να μάθουν τας μετά των Εγεσταίων διαφοράς των.