United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκύλλα! πανούργα! Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Λύσσα με πιάνει! Παληογύναικο, πήγαινε σ' όλους τους διαβόλους. Είνε σωστό ν' αφίνουν ένα δυστυχισμένον άρρωστο έτσι ολομόναχο; Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Πόσον είμαι αξιολύπητος! ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Αχ, Θεέ μου! θα μ' αφήσουν να πεθάνω εδώ μέσα! ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν! ΑΡΓΓΑΝ Αχ! σκύλλα! αχ! κάθαρμα!

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Σκέπτομαι πως όχι• μα ευθύς από τη θύρα του σπιτιού δεν θα ξεκουμπισθής; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ μόνος και μετά μικρόν ΑΜΥΝΙΑΣ ΑΜΥΝΙΑΣ Ωχ! αλλοίμονο! ΑΜΥΝΙΑΣ Ε, τι γυρεύεις τάχα συ; να μάθης πώς με λένε; Δυστυχισμένον. ΑΜΥΝΙΑΣ Σκληρέ! δαιμονισμένε! «Τροχοαπάστρες των αλόγων τύχες! Αθηνά, ω πόσο με κατάστρεψες

Εις παρομοίαν διήγησιν η Κυρά κατεβαίνει από τον θρόνον της και πλησιάζει εις τον βασιλέα, τον παίρνει από το χέρι, τον φέρει εις ένα χοντζερέ, εις τον οποίον ήτον μία τράπεζα ετοιμασμένη από εκλεκτά φαγητά· αυτή τον έκαμε να καθήση, ομοίως και αυτή εκάθησεν ανάμεσα αυτουνού και του βεζύρη, ο οποίος από όλα εκείνα, που έβλεπε, δεν ημπορούσε να στοχασθή άλλο διά τον αυθέντην του παρά κανένα δυστυχισμένον τέλος.

ΧΟΡΟΣ Νά που φέρουν το σώμα του βασιλέως μας από την γην των Δελφών εις τανάκτορα. Δυστυχισμένον θύμα αλλά και συ δυστυχισμένε γέρον, που δέχεσαι όχι όπως ήθελες εις το σπίτι σου τον υιόν του Αχιλλέως. Η τύχη έπληξε αυτόν αλλά ταυτοχρόνως και σε. ΠΗΛΕΥΣ Ω, αλλοίμονό μου! Τι κακόν είναι αυτό που βλέπω και δέχομαι μέσα εις τα χέρια μου!

Αυτός επίστευεν ότι σου έδωσεν ένα δυστυχισμένον διά άνδρα, μα εσύ είσαι πανδρευμένη αληθώς με ένα βασιλόπουλον· εγώ δεν είμαι κατώτερος από τον άνδρα που ελόγιαζες να εστεφανωθής. Εγώ είμαι μονογενής υιός του Βασιλέως του Μουσούλ, του μεγάλου Μηνορτόκ, και Φαδλάλ είναι το όνομά μου.

Η γυναίκα εφώναξε θυμωμένη και έρριψε την σκούπαν επάνω του να το κτυπήση. Τα παιδιά το εκυνηγούσαν και εξεκαρδίζοντο γελώντα. Κατ' ευτυχίαν η θύρα ήτο ανοικτή και το παπί επρόφθασε να φύγη, και εχώθη μέσα εις τα γυμνά χαμόκλαδα, και εκάθισεν εις το χιόνι αφανισμένον από την κούρασιν. Πού να σας διηγηθώ τι υπέφερε το δυστυχισμένον έως ότου να περάση ο χειμών.

Πώς να τολμήση το δυστυχισμένον να φαντασθή ότι ημπορούσε ποτέ να παραβληθή με τα ωραία εκείνα πτηνά, διά να τα ζηλεύση! Και ο χειμών ήλθε ψυχρός, παγωμένος!

Εις αυτό το αναμεταξύ που αυτοί εδιηγούνταν, ήλθε νύκτα, και ακούουν τόσα τύμπανα της δικαιοσύνης, που ελαλούσαν εις όλην την χώραν. Ο Καλάφ ερώτησε τι θέλει να ειπούν αυτά τα λαλήματα· και η γραία του είπεν, ότι αυτά έδιδαν είδησιν του λαού, ότι έμελλε να θανατώσουν το δυστυχισμένον βασιλόπουλον που σου εδιηγήθηκα, επειδή και δεν εδιάλυσε τα αινίγματα της βασιλοπούλας.

Μα πώς, ω Γαντζάδα, είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε ξαναϊδώ.

Βασίλισσα, να σας ικετεύσω να μαλακώστε το θυμό του Βασιληά. Τρέμει η Ιζόλδη και κλαίει. Αλλά ο Τριστάνος ευλογεί το Θεό που έδειξε στη φίλη του τον κίνδυνο. — Ναι, Βασίλισσα, σας προσκάλεσα πολλές φορές και πάντοτε άδικα. Αφ' ότου μ' έδιωξε ο Βασιλιάς, ποτέ δεν καταδεχτήκατε ναρθήτε στην πρόσκλησί μου. Λυπηθήτε με το δυστυχισμένον.