United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία, άφωνος πάντοτε, έβλεπεν ετενώς το φωτισμένον μέγαρόν της, παρακολουθούσα τας εν αυτώ κινουμένας σκιάς ανθρωπίνων φασμάτων, και ψιθυρίζουσα εν απορία: «ο Δεσπότης τάχα ήλθενΑλλά ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος από την κούρασιντις οίδενεξηκολούθει, κινών την χείρα της και σείων όλον αυτής τον κορμόν, ως ξύλινον, επαναλαμβάνων πυκνώς: — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα!

Επειδή είχε προχωρήσει ήδη η ημέρα, και ο ήλιος εφώτιζε το τρίκλινον, η Ακτή προέτρεψε την Λίγειαν να αναπαυθή μετά την αϋπνίαν της νυκτός. Η Λίγεια δεν αντέτεινε, και αμφότεραι απήλθον εις τον κοιτώνα, κατακλιθείσαι πλησίον αλλήλων. Αλλ' η Ακτή, με όλην την κούρασιν δεν ηδυνήθη να αποκοιμηθή. Η Λίγεια εκοιμάτο τόσον ήσυχα, ως εάν ευρίσκετο εις την οικίαν, υπό την επίβλεψιν της Πομπωνίας.

ΟΣΒ. Ας ήτο να τον εύρισκα, και ήθελ' αποδείξει με τίνος μέρος είμ' εγώ! ΡΕΓ. Καλά. Καλή σου ώρα Εξοχή παρά το Δούβρον. ΓΛΟΣΤ. Κοντεύομεν να φθάσωμεντην κορυφήν του βράχου; ΕΔΓΑΡ. Την ράχην αναβαίνομεν. Την κούρασιν δεν νοιόθεις; ΓΛΟΣΤ. Μου φαίνεται ολόισα. ΕΔΓΑΡ Ανήφορος μεγάλος! Να, του πελάγους η βοή. Ακούεις; ΓΛΟΣΤ. Δεν ακούω.

Με κλειστούς οφθαλμούς ανέμενεν όπως η θερμότης του ελαίου ομού με την θερμότητα των χειρών των εισδύση εντός του σώματός του και αποδιώξη την κούρασίν του. Τέλος ήνοιξε τους οφθαλμούς και του ανήγγειλαν ότι ήλθε να τον επισκεφθή ο Μάρκος Βινίκιος. Ο Πετρώνιος διέταξε να εισαγάγουν τον επισκέπτην εις τον θερμόν λουτρώνα, όπου μετ' ολίγον μετεφέρθη και αυτός.

Και φωναί, και αναζητήσεις και ανακραυγαί και εκπλήξεις και ευχαί και προπόσεις, και άσματα και ψαλμωδίαι και βόμβος ως από μυριάδων κυψελών, εκεί εις τους σχοίνους, και σμήνη παιδίων, τα οποία εν αλαλαγμώ με τα κηρία αναμμένα, έτρεχον εις του Χαιρημωνά να υδρευθώσιν, εν ώ ο Παπα-Μακάριος, κατακόκκινος από την κούρασιντις οίδενέγραφε τα ονόματα έχων χαρτίον επί του γόνατος, καθήμενος επί της φλοιάς του ναΐσκου, όστις εφεγγοβόλει από την λάμψιν των λαμπάδων και των κηρίωντον χρόνον μίαν φοράν ο καϊμένος — .

Η γυναίκα εφώναξε θυμωμένη και έρριψε την σκούπαν επάνω του να το κτυπήση. Τα παιδιά το εκυνηγούσαν και εξεκαρδίζοντο γελώντα. Κατ' ευτυχίαν η θύρα ήτο ανοικτή και το παπί επρόφθασε να φύγη, και εχώθη μέσα εις τα γυμνά χαμόκλαδα, και εκάθισεν εις το χιόνι αφανισμένον από την κούρασιν. Πού να σας διηγηθώ τι υπέφερε το δυστυχισμένον έως ότου να περάση ο χειμών.

Παππαδιά μου, είπεν ο παππά Νάρκισσος, αφού απέφαγε και έκαμε τον σταυρόν του, παππαδιά μου, μου καταιβαίνει ο ύπνος γλυκά γλυκά. Με την άδειάν σου θα τον πάρω. — Να τον πάρης και να τον καλοπάρης, παππά μου. Σου αξίζει να ησυχάσης ύστερα από τόσην κούρασιν σήμερον. Και ούτε θα έλθη κανείς να σε ταράξη με αυτό το ηλιοπύρι.

Η ιδέα μου τόσον του ήρεσε, ώστε τον έκαμεν αμέσως να λησμονήση την κούρασίν του· επλησίασεν επί της άκρας των ποδών εις το βαρέλι, έθεσε την χείρα επί του υγρού σώματος, εστράφη τότε να με κυττάξη, εξέφραξε μετά ενθαρρυντικόν νεύμα μου την οπήν και το νερόν εξεχύθη ως κρυστάλλινος κρουνός επί της κονιορτώδους ατραπού.

Ούτοι δε σιγά σιγά, βεβαρυμένην έχοντες την κεφαλήν από τας νέας λέξεις τας οποίας ήκουον, τας νέας ονομασίας τας οποίας διά πρώτην φοράν εμάνθανον, ησθάνοντο μίαν κούρασιν εν τη συνειδήσει διά τα νέα διδάγματα, κενότητα τινα καταπιεστικήν εν τη καρδία διά τας παλαιάς ιδέας και πεποιθήσεις από τας οποίας αποτόμως απεσπώντο τόρα, ώστε παρηκολούθουν τους λόγους και τας κινήσεις του σχεδόν ασυνειδήτως, με ημιχάσκον στόμα δίκην κωφαλάλων.

Εν τούτοις τω εμειδίασεν, έπειτα επροφασίσθη, ότι δεν ενύσταζεν, ότι δεν ησθάνετο πλέον κούρασιν και ότι δεν θα επήγαινε να αναπαυθή, ειμή αφού ήρχετο ο Γλαύκος. Εκείνος ήκουε τους λόγους της ως μουσικήν, με την καρδίαν γεμάτην από συγκίνησιν, ευγνωμοσύνην και αυξάνοντα θαυμασμόν, και εβασάνιζε τον νουν του διά να εύρη μέσον όπως της εκδηλώση την ευγνωμοσύνην του.