United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωμοίαζεν εκατοντούτις, κάτισχνος, ξηρά και μαύρη ως μούμια της Αιγύπτου. Επεριμέναμεν φωνάς, ύβρεις, κατάρας ή και πετροβόλημα. Ουδέ λέξιν όμως μας είπεν, αλλ' ηρκέσθη να στενάξη· αδύνατον όμως είνε να λησμονήσω το άφωνον παράπονον του βλέμματος αυτής, όταν επέρασεν έμπροσθεν μας επιστρέφουσα να μεταγεμίση το βαρέλι της εις την μακράν απέχουσαν βρύσιν.

Μπα, δεν με πειράζουν· απήντα λακωνικώς ο Μάρτης. Ούτως έγεινεν η μοιρασά. Οι λοιποί μήνες ήρχισαν να πίνουν μετά φειδούς· αλλ' ο Μάρτης από της ώρας εκείνης εκόλλησεν εκεί, ως βδέλλα ροφών αδιακόπως. Άνωθεν αυτού το βαρέλι με της θεώρατες δούγες και τα χονδρά του στεφάνια ίστατο υψηλόν, σοβαρόν και ήσυχον, ως μεγάλη αγελάς ισταμένη να την αμέλγουν ενώ μασσοί το χόρτον της αταράχως.

Αλλά σε κάθε ώρα και σε κάθε τόπο, καθένας δε μπορεί να ιδή πώς τους ζαλίζει ο πόθος, πώς τους σφίγγει, και ξεχειλίζει από της αισθήσεις τους όπως το καινούργιο κρασί ξεχειλίζει από το βαρέλι; Ήδη οι τέσσερες προδότες της αυλής, που μισούσαν τον Τριστάνο για τα κατορθώματά του, τριγυρίζουν τη Βασίλισσα. Γνωρίζουν κι' όλα το μυστικό των ωραίων ερώτων της. Καίγονται από επιθυμία, μίσος, και χαρά.

Τα μικρά βλαχόπουλα, τα οποία έλειπον από πρωίας εις το λειβάδι, επέστρεφον κατ' εκείνην την ώραν οδηγούντα την κοπήν εις το μανδρί· αι βλαχοπούλαι ήρχοντο εκ της πηγής, εύσωμοι και ροδοκόκκιναι με το ξύλινον βαρέλι όρθιον επί κεφαλής, ως Καρυάτιδες και τους κάδους πλήρεις νερού εις τας χείρας.

Ναι, κρασί γιατί εκάηκ' ο λάρυγγάς μου απ' το τραγούδι! επανέλαβεν ο Άι-Δημήτρης. Και όλοι μετά προθυμίας διακόψαντες το τραγούδι των έτρεξαν εις το βαρέλι, ως κατά τα Ιουλιακά καύματα οι βούβαλοι όταν αισθανθούν πλησίον των νερό. Αλλ' εστάθησαν αίφνης έκπληκτοι.

Αν τα διάβαζαν, θα γίνονταν σίγουρα μισάνθρωποι ή, αν μου επιτρέπεται να δανεισθώ μια φράση κάποιας από τις όμορφες τελειόφοιτες της Newnham τέλειοι μισογύναι για το υπόλοιπο της ζωής των . Ούτε είναι ανάγκη να τα διαβάζουν. Για να καταλάβη κανείς την προέλευση και την ποιότητα ενός κρασιού δεν είναι ανάγκη να πιη ολάκερο το βαρέλι.

Μόνος, κατάμονος εντός του σπηλαίου ο γέρω Μαρ της εξηκολούθει ακόμη να κλαίη και θωπεύων διά της χειρός τας πληγάς του, να παρατηρή μετά βαθείας θλίψεως το βαρέλι, το μόνον αίτιον των παθημάτων του.

Μα την αλήθεια! τι άλλη καλλίτερη δουλειά θες; Ο Γενάρης, λέει, πάει να ιδή πού θα γεννήσ' η μάνα του και ο Απρίλης να στολιστή, να μαράνη πέντε νηές και τη Μάρω του. . . Ο κατεργάρης ο Απρίλης· τι παράξενος μήνας! όλο να σειέται, να σειέται, να λιγυέται και να φιλή τα κορίτσια θέλει. . . Μωρέ, πιέ κρασί να ιδής την υγειά σου! ένα παρά δε δίνω για τον κόσμο· αρκεί νάχη το βαρέλι κρασί!. .

Έκαμαν δώδεκα τρύπας εις το βαρέλι και καθένας εζήτει την υψηλοτέραν, νομίζων ότι θα ελάμβανεν ούτω και το περισσότερον ποσόν του οίνου. Ο Μάρτης που είνε ο εξυπνότερος μήνας και παίζει τους άλλους εις τα δάκτυλα, με όσην ευκολίαν το μικρό παιδί τα πεντόβόλα, ίστατο πλησίον ατάραχος, σιωπηλός, παρατηρών αυτούς με το ειρωνικόν του μειδίαμα.

Υποφέρω πολύ, γιατί έχασα ό,τι ήταν η μόνη ηδονή της ζωής μου· την ιερή ζωοποιό δύναμη, που μ' αυτήν έπλαθα κόσμους γύρω μου· πάει! — Όταν από το παράθυρό μου κυττάζω στο μακρινό λόφο, πώς ο πρωινός ήλιος σκορπά από πάνω του την ομίχλη και φωτίζει το ήσυχο λιβάδι, και το ήμερο ποτάμι έρχεται προς εμένα ανάμεσα των ιτιών, που βρίσκονται στις όχθες του ξεγυμνωμένες από φύλλα, — ω! όταν τότε η λαμπρή τούτη φύση μου φαίνεται χωρίς ψυχή, σαν μια βερνικωμένη εικόνα, και όλη η ηδονή ούτε σταλαματιά ευδαιμονίας μπορεί να τραβήξη από την καρδιά το μυαλό μου, και ο άνθρωπος ολόκληρος φαίνεται μπρος στο πρόσωπο του Θεού σαν στερεμένη βρύση, σαν άδειο βαρέλι ρίχτηκα συχνά κατά γης και εζήτησα από τον Θεό δάκρυα καθώς ένας γεωργός βροχή όταν ο ουρανός είναι μολυβένιος απάνω του και η γύρω του γη χάνεται από τη δίψα.