United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, ο Φραγκούλας ήτο γέρος, και ημπορεί να ήτο σχεδόν ανίκανος, παράξενος, στραβός, μισοπάλαβος, αλλοίθωρος, αλλόκοτος και αλλόφρων. Τον είχε διώξει η γυναίκα του. Επί τινα χρόνον έμενεν εις ένα κατώγι, διά ψυχικόν. Επήγαινε με της βάρκες, εις ψάρευμα ή μικρούς ναύλους, αλλά συνήθως εξενυχτούσε στο κατώγι.

Και τότε κατ' αρχάς μου εφάνη πολύ παράξενος η απόκρισις, και ακόμη περισσότερον παράξενος μου εφάνη, αφ' ου εξήτασα αυτά τα πράγματα μαζί σας. Τον ηρώτησα λοιπόν εάν τους ανδρείους τους θεωρή ανθρώπους με θάρρος· εκείνος δε είπεν ότι τους θεωρεί και ορμητικούς. Ενθυμείσαι, είπον εγώ, Πρωταγόρα, ότι απεκρίθης αυτά; — Εβεβαίωσεν ότι το ενθυμείται.

Είτε ήνοιγε το στόμα, είτε κλειστόν είχεν αυτό, οι δύο κυνόδοντες ουδέποτε ηδύναντο να κρυβώσιν. Η γραία αύτη ήτο σύζυγος του πρεσβυτέρου των τριών ανδρών και μήτηρ των δύο νεαρών γύφτων. Ηδύνατο δε να ορκισθή εις τον Ήφαιστον ότι και της νέας κόρης επίσης ήτο μήτηρ. Ο γέρων ήτο παράξενος, δριμύς, οξύχολος, εμορμύριζε πάντοτε, ποτέ δεν ήτο ευχαριστημένος.

Μια βαρειά στενοχώρια του πλάκωσε την καρδιά του, το μαύρο εκείνο ρούχο τον έπνιγε, ένας φόβος παράξενος τον έπιασε, έκλεισε την πόρτα, συμμάζωξε νευρικά το κομπολόγι μες τη φούχτα του και γύρισε μέσα στην κάμαρη. Κάθησε πάλι μπροστά στο τραπέζι, μπροστά στάδεια ποτήρια και άνοιξε ένα Ψαλτήρι, που βρέθηκε μπροστά του.

Πώς λοιπόν; λέγε. Δηλαδή εις το πρώτον αιφνίδιον άκουσμα θα εφαίνετο πολύ παράξενος ο γεροντικός χορός του Διονύσου, αφού βεβαίως θα χορεύσουν εις αυτόν όσοι επέρασαν τα τριάντα και ακόμη και τα πενήντα έτη έως εις τα εξήντα. Βεβαίως ομιλείς πολύ αληθινά. Λοιπόν, νομίζω, χρειάζεται εξήγησιν πώς δικαιολογείται, αν γίνη κατ' αυτόν τον τρόπον. Αμέ τι άλλο;

Της ήλθε τότε η παράξενος ιδέα να φωνάξη οπίσω τον σύζυγόν της, να τον κρατήση, να μη τον αφήση να υπάγη. Αλλ' η τόλμη της έλειπεν και θάρρος αρκετόν δεν είχεν αποκτήσει. Είξευρεν ότι εκείνος θα την εσκώπτεν ίσως και ποτέ δεν θα επείθετο. Μόνον όταν απεμακρύνθη η βάρκα, της ήλθον εις την μνήμην άλλαι τινές περιστάσεις και οι φόβοι της κατέστησαν τυραννικοί.

Παράξενος μουστερής! διενοήθη ο Γύφτος. — Εγώ θα είμαι εδώ σιμά, είπεν ο ξένος, και θα έρχωμαι να βλέπω πώς πάγει η εργασία. Πειράζει τούτο; — Όχι. — Και εν τω μεταξύ θα γνωρισθώμεν καλλίτερα. — Πιστεύω. Αφού είσαι τόσον καλοπληρωτής. — Έχω συνήθειαν να πληρόνω καλά, είπεν ο ξένος. Φρονώ ότι η εργασία πρέπει ν' ανταμείβηται.

Τι να κάμη όμως που δεν του ερχότανε ν' αφήση την αγαπημένη του Ιταλία! Σκαρώνει λοιπόν άλλη μεγάλη εκστρατεία με τον ευνούχο το Ναρσή στρατηγό. Παράξενος ευνούχος αυτός. Μικρόσωμος, αλλοίμονος, πονηρός και γυναικομαθημένος, κι ως τόσο είχε σωστά αντρίκια προσόντα η ψυχή του. Από ταμίας του παλατιού έγινε στρατηγός ο Ναρσής.

Ποιανού είταν το γράμμα; τι είταν τα κλάματα; Αμέσως έννοιωσα πως είταν κάτι, — κάτι που δεν το ήξερα. Δεν είχε τη συνηθισμένη της την όψη· ο τρόπος της μου φάνηκε παράξενος και πήγαινα — ο δύστυχος! — να τρέξω να της πάρω βιαστικά από τα χέρια το γράμμα. Πόσο χαίρουμαι τώρα που δεν τόκαμα! Γιατί να μου έρθη υποψία πως γύρεβε τάχατις κάτι να μου κρύψη; Η καημένη!

Ποιος θάρθη το λοιπό να πη τώρα ενός λαού· — «Τη γλώσσα που μιλείς, δεν τη θέλω, γιατί δεν είναι κανονική· να πάρης τη δική μου που έχει γραμματικήΤέτοιος λόγος με φαίνεταικαι θα σας φαίνεται και σαςτουλάχιστο κάτι παράξενος, για να μην πούμε άλλο. Είναι σα νάλεγε που κρίνει πιο σωστά και που έχει πιώτερη γνώση παρά ένα έθνος αλάκαιρο.