Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Με γνωρίζει εμένα, θα σου μάθω όμως και σένα τον τρόπο να το ημερεύης. ΑΝΝΟΥΛΑ Να μάθουμε όλοι τον τρόπο, κ' εγώ, κ' η γιαγιά. Καλώς ώρισες. Χαίρουμαι που σε ξαναβλέπω. ΣΤΑΥΡΟΣ Ευχαριστώ, πατέρα. ΑΝΝΟΥΛΛΑ Ξέρεις, πατέρα, ο Σταύρος ήρθε να μείνη για πάντα πια μαζί μας. ΦΙΝΤΗΣ Το πιθυμώ και γω. ΓΙΑΓΙΑ Αχ! παιδιά μου, παιδιά μου, αυτή η στιγμή για μένα είναι η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου.
Όλη η προσωπικότητά της γύρισε πίσω και μπορούσα να κάθουμαι ώρες και να χαίρουμαι την όψη της, που έγινε απαράλλαχτη όπως είταν πριν. — Τα θυμάσαι ακόμα που σου είπα πως πρέπει να χωριστούμε; είπε μια μέρα. Έπρεπε να συλλογιστώ για να θυμηθώ πως τα είπε κάποτε. Κι όταν τέλος τα θυμήθηκα, της είπα πως είχα λησμονήσει τα λόγια της, όπως λησμονεί κανείς τα λόγια ενός που έχει πυρετό.
Ποιανού είταν το γράμμα; τι είταν τα κλάματα; Αμέσως έννοιωσα πως είταν κάτι, — κάτι που δεν το ήξερα. Δεν είχε τη συνηθισμένη της την όψη· ο τρόπος της μου φάνηκε παράξενος και πήγαινα — ο δύστυχος! — να τρέξω να της πάρω βιαστικά από τα χέρια το γράμμα. Πόσο χαίρουμαι τώρα που δεν τόκαμα! Γιατί να μου έρθη υποψία πως γύρεβε τάχατις κάτι να μου κρύψη; Η καημένη!
Έρχουνται σα χάδι, είναι έτσι όπως ένας άντρας κοιτάζει τη γυναίκα του και της λέει: «Για μένα δεν υπάρχει άλλη γυναίκα από σε.» Η γυναίκα μου έπειτα από μια σιγή τόση μικρή, που μόλις την παρατήρησα, ξακολούθησε: — Βέβαια δε σ' ευχαρίστησα ακόμα που μ' έμαθες να πιστεύω ό,τι πιστεύεις και συ, όμως χαίρουμαι γι' αυτό. Δεν μπορείς να το αιστανθής ποτέ. Κάθε μέρα που περνά με κάνει πλουσιότερη.
Παραιτούσα το γράψιμο κι άφινα το Σβεν να μ' ενοχλήση όσο ήθελε. Και χαίρουμαι τώρα γι' αυτό. Εδώ έξω τραγουδούσε ο μικρός Σβεν, όπως έκανε κι όλον το χειμώνα και βέβαια η Έλσα για χάρη δική του καθαυτό επίμενε και πήραμε το πιάνο μαζί μας στην εξοχή.
ΓΙΑΓΙΑ Μα δεν ξέρεις, Αννούλα, δεν καταλαβαίνεις πως παιχνίδια τρελλά και πολλές φωνές δεν ταιριάζουνε σήμερα στο σπίτι μας; Αυτό θα πη πώς δεν έχεις αιστανθή με τα σωστά σου το κακό που βρήκε το σπίτι μας με το θάνατο της καημένης σου της μανούλας. Δεν έπρεπε να παίζω δεν έπρεπε να χαίρουμαι. Είμαι μια ανόητη.
Μα εγώ στα κορφοβούνια εδώ θα μείνω, κι' οχ τη ράχη θα χαίρουμαι το θέαμα· μα εσείς οι άλλοι κάτου, το προτιμάω, πηγαίνετε στον κάμπο, και βοηθάτε όπιους σας συμπαθά η καρδιά, θες Αχαιούς θες Τρώες. 25 Μόνους αν του Πηλιά το γιο να πολεμάν αφίστε τους Τρώες, πάει αδύνατο και μια στιγμή να μείνουν.
Εκεί όλο μ' έβιαζε συχνά πόθος βαθύς να σύρω, και κόρη αφού στεφανωθώ, νυφούλα ταιριασμένη, μ' αφτή το βιος να χαίρουμαι που σώριασε ο Πηλέας. 400 Τι δε μ' αξίζουν την ψυχή εμένα μήτε κι' όσους πλούσια χώρα θησαβρούς λεν είχε του Πριάμου πριν έρθουν τ' Άργους τα παιδιά, στα χρόνια της ειρήνης, μήτε όσα στη βραχότοπη Πυθό λεν μέσα κλείνει τ' Απόλλου του προφυλαχτή το μαρμαροκατώφλι. 405 Γιατί τ' αρπάς τα πρόβατα και τραχηλάτα βόδια, τριπόδια ακάπνιστα αποχτάς και ξανθοκέφαλα άτια, μα αθρώπου πίσω την ψυχή μήτε αρπαγή τη φέρνει μήτε και χρήμα, αν μια φορά διαβεί τον δοντοφράχτη· Τι η μάννα μου η λεφκόποδη θεά μού λέει, η Θέτη, 410 πως τύχες διο λογιών με παν στο τέλος του θανάτου· ανίσως μένω γύρω εδώ και πολεμάω το κάστρο, πάει δε θα δω πια γυρισμό, μα αιώνια θάχω δόξα· μα αν ξαναπάω στο σπίτι μου, στη λατρεφτή πατρίδα, μούναι χαμένη η δόξα μου, μα μακρινή η ζωή μου. 415 Μάλιστα συβουλέβω εγώ και τους λοιπούς σας, πρύμη 417 να βάλτε για τον τόπο σας, τι πια άκρη δε θα βρείτε της Τριάς· γιατί μ' απόφαση το χέρι του από πάνου της έβαλε του Κρόνου ο γιος, και θάρρεψε ο λαός της. 420 Μον σύρτε οι διο σας τ' όχι μου στους αρχηγούς να πείτε, Δυσσέα κι' Αία, τι είναι αφτό των προεστών το χρέος, ξανά για να συλλογιστούν, κι' άλλη να βρούνε τέχνη που ναν τους σώσει οχ του φιδιού το στόμα τα καράβια και το στρατό, τι τώρα αφτή δε γίνεται, ας το ξέρουν. 425 Μα ο Φοίνικας ας μείνει εδώ να κοιμηθεί μαζί μας, 427 κι' αντάμα πιάνουμε κουπί για τη γλυκιά πατρίδα άβριο... αν το θέλει· στανικά δε θέλω ναν τον πάρω.»
Μα για τα πράματα αυτά, που είταν ακόμα μέσα μου πολύ συγχυσμένα κι άμορφα, δε μιλούσα ποτέ μ' ευχαρίστηση και τώρα τα λόγια της γυναίκας μου ήρθανε τόσο ξαφνικά και μου φάνηκε σα να με ταπεινώνανε. — Πώς μπορούσε να μου κακοφανή, αποκρίθηκα μόνο. — Ω πόσο χαίρουμαι, αντήχησε πάλι η φωνή της. Το πρόσωπό της μόλις το ξεχώριζα.
Για δες, ως και φαεί μου τοιμάσανε για το δρόμο. Και τι να της πω της γριάς! Νά τηνα! τάρχισε κιόλας το κλάμα! Ας κάνω πως χαίρουμαι τώρα εγώ, να την παρηγορήσω. Έννοια σου, μάννα, και σε πέντε χρόνια θα μ' έχης. Θα παντρέψουμε τη Φροσύνη, άλλα πέντε χρόνια ξενιτειά, και τότες πια με στεφανώνεις και μένα. . . . Μέπνιξαν, μέπνιξαν τα φιλιά της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν