United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί ο Πέτρος έβλεπε τώρα άλλες ομορφιές και θάματα που δεν τα είχανε ιδεί ακόμα. Και μιλούσε γι' άλλα λουλούδια κι' άλλα χρώματα, μιλούσε για κορφοβούνια και κάμπους που δεν τους είχε πατήσει το πόδι τους. Μιλούσε για ποταμάκια και νερά και λίμνες που δεν είχανε καθρεφτίσει ως τώρα το πρόσωπό τους.

« Άλλο μην περιμένετε. » Γιατ' ήλθε η χρονιά μας· » Ν αφήσουμε τα πρόβατα. » Με τα λαμπρά κουδούνια, » Και ν' ανεβούμετα βουνά. «'Ψηλάτα κορφοβούνια. » Ν' αφήσουμε τα σπήτια μας, » Τη δόλια φαμηλιά μας

Τώρα που θα να πας εκεί, τραγούδι φτερωτό μου, Που θ' ανεβής κατάκορφατην Κιάφα και θα σκούξης «Ο υιός του Νότη απέθανε, ο υιός του Νότη πάει», Τάχα θα νιώσουν μέσα τους μέσ' τα βαθιά τους σπλάχνα Πόνον ακόμα, χαλασμό, τα κορφοβούνια εκείνα; Τάχα θ' αστράψη ο Ζάλογγος, θα μπουμπουνίση ο Πίνδος, Τάχα η Χειμάρρα θα ρυασθή, θα να δακρύσ' η Πάργα;

Μας έχουν σαν σκυλιά τους Οι Τούρκ' ημάς τους Χριστιανούς για κάθε θέλημά τους, Και μοναχή φροντίδα τους είνε για να μας σβύσουν. Αυτοί, που Κλέφταις λέμ' εμείς, που διάλεξαν να ζήσουν. 'Στα κορφοβούνια, 'ς τα κλαριά, και 'ς τ' άγρια στενορρύμια Με τα θεριά, μ' αγρίμια· Αυτοί, οπού φωλιάζουνε σε τρίσβαθα λημέρια.

Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερινό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

Μα εγώ στα κορφοβούνια εδώ θα μείνω, κι' οχ τη ράχη θα χαίρουμαι το θέαμα· μα εσείς οι άλλοι κάτου, το προτιμάω, πηγαίνετε στον κάμπο, και βοηθάτε όπιους σας συμπαθά η καρδιά, θες Αχαιούς θες Τρώες. 25 Μόνους αν του Πηλιά το γιο να πολεμάν αφίστε τους Τρώες, πάει αδύνατο και μια στιγμή να μείνουν.

Τότες της λέει του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας «Έννια σου, τριτογέννητη παιδί μου, δε μιλούσα με την καρδιά μου. Όχι, εγώ να πικραθείς δε θέλω. Σύρε — σ' αφίνωόπου ποθείς, κι όπως ορίζεις κάνε185 Είπε, και στέλνει τη θεά στον κάμπο χέρι χέρι, όπως κι' εκείνη ώρα πολλή να τρέξει λαχταρούσε· κι' απ' του Ελύμπου χύθηκε τα κορφοβούνια κάτου.

Κι' όπως φουντώνει αχόρταγη φωτιά μεγάλο δάσος 455 στα κορφοβούνια, και θωρείς τη λάμψη μίλια αλάργα, όμια άστραφτε ως στον ουρανό περνώντας τον αιθέρα κι' η λάμψη απ' το θεόσταλτο χαλκό σα ροβολούσαν.

Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι, Που λουλουδιάζουν τα κλαριά, που λυόνουνε τα χιόνια, Για να ζωθούμε τάρματα και τα χρυσά τσαπράζια, Να βγούμε κλέφταις, βρε παιδά, κλέφταις 'ςτά κορφοβούνια! Μέσ' 'ςτήν ψηλότερη κορφή να στήσουμε λημέρι, Νάχουμε τάστρα τ' ουρανού τ' αποβραδύς κουβέντα. Κ' ημάς το γλυκοχάραγμα να πρωτοχαιρετίζη. Ημάς ο ήλιος την αυγή 'σάν κρούη να πρωτοβλέπη.

Κόρη, για δος μου φίλημα 'ςτά μαύρα σου τα μάτια, Κόρη, εγώ σ' αγάπησα, κ' εγώ θα να σε πάρω. — Μήτρο, καϋμένε, μην το λες. Ρίξε τα μάτιαάλλη. ..................................................... — Τ' έχεις απόψε Μήτρο μου, και μου είσαι πικραμένος; — Δόλια μανούλα μ', άσε με, πλειότερο μη με θλίβεις. . . . Θα πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.