United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η θάλασσα έπαιρνε του γαλάζιου ουρανού το χρώμα και της δύσης τη χρυσόσκονη στη δροσερή αγκαλιά της. Από του Παρνασσού τα κορφοβούνια, από της Γκιόνας τα έλατα δροσερές πνοές κατέβαιναν και χαράκοναν ανάλαφρα πέρα για πέρα τον κόρφο, κι ακόμα πέρα τ' ανοιχτά της θάλασσας, που ξέφευγε σε διάπλατο ασπρογάλαζο ξετύλιγμα προς τα πευκοστολισμένα βουνά του Μωριά.

Και το κύμα κάτω πελώριο, θολό και αφρισμένο, έπεφτε στην πρύμη της «Παντάνασας», ελάχτιζε και την εκλόνιζεν από αρμό σε αρμό, με θανάσιμο βρύχημα σαν να τις έκραζε: τρέχα! Κ' εκείνη ξετρελαμένη, ολότρεμη έφευγεν εμπρός, εδρασκέλαε θεόρατα κορφοβούνια, έπεφτε σε σκοτεινές λαγκαδιές, εδυσκολοσκάλωνε σε απόκρημνα πλάγια κ' εστέναζεν ανίσχυρη στο τόσο τρέξιμο.

«Ω Παν, είτε στ' ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια, είτε στου Μαίναλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση, παράτησε της ξακουστής Ελίκης τακρωτήρι και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα, αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν, κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.

Είχα πάρη, — θυμάσαι σαν τώρα —, το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούταν άσπρος σαν χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.

Βρωμοκαμπίτης δε θα ιδή το αμόλευτο κορμί μου, 'Στά κορφοβούνια θ' ανεβώ, που δε ζαρίζει ο ήλιος, Πώχει τη στρούγγα ο τάτας μου, που ν' η πολλές η στάνες, Που 'νε τα κέδρα ταψηλά και τα νερά από χιόνια, Που βγαίνει η πετροπέρδικα και κηλαϊδεί το τάχυ, Το γιόμα ο πετροκότσυφας, τ' απόβραδο η τρυγόνα.