United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τήραγα έπειτα γύρω, και θωρώντας την ομορφιά της περιξάκουστης Πόλης, ονειρεύουμουν από τώρα τις ιστορίες που θα είχα να δηγούμαι σα γυρίσω με το καλό. Μια τέτοια πανώρια βραδινή κάθουμουν απάνω στον ηλιακό και σεριάνιζα ύστερ' από τις μελέτες μου.

Ίσως θωρώντας όλ' αυτά μαντάτορα θα στείλη όμως εγώ τη θύρα μου θα την κρατώ κλεισμένη ως να την κάνω να ορκισθή πως θάρθη να μου στρώση γάμου κρεββάτι στη στεριά και στο νησί μας τούτο. Γιατί δεν είμαι κι άσχημος όπως με λέει ο κόσμος.

Έτσι όσο ακίνητη ο θεός κρατούσε την αιγίδα, βρίσκανε κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· μα όταν κατάματα έπειτα θωρώντας τους Αργίτες 320 την τράνταξε, κι' απέ έσκουξε σκουξιά φριχτή μεγάλη, τότες τους νάρκωσε το νου, παράλυσε η καρδιά τους.

Κι' οι Δαναοί καμάρωναν θωρώντας, μα των Τρώων τα ήπατα όλων φοβερή τους τάκοψε τρομάρα. 215 Λάχτιζε ακόμα κι' η καρδιά του Έχτορα στα στήθια, μιας όμως κι' αντροκάλεσε, πάει τέλιωσε, δεν είχε πια να ξεκόψει ή να χωθεί στο πλήθος ξαναπίσω.

Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι, ο γέρος του Πηλιά το γιο καμάρωνε, πώς είταν λαμπρός μεγάλος! λες θεό πως έμιαζε ίσα πέρα. 630 Και πάλε αφτός τον Πρίαμο καμάρωνε, θωρώντας την όψη την αρχοντικιά, τα λόγια του αγρικώντας.

Οι λόγοι μου τους έπεισαν, κ' ευθύς ξεσκεπασθήκαν, και αυτούτην άκρη βγαίνοντας της άτρυγης θαλάσσης, το ελάφι εκείνο θαύμαζαν, θεόρατο θερίο• 180 και αφού το καλό θέαμα θωρώντας ευφρανθήκαν, χερονιφθήκαν κ' έκαμαν λαμπρότατο τραπέζι.

Τον Ιπποδάμα παρακεί, σαν πήδησε οχ τ' αμάξι κι' έφεβγε ομπρός του, τούμπηξε στους ώμους το κοντάρι. Κι' αφτός φυσούσε μούγκριζε, σαν τάβρος που μουγκρίζει σαν τον τραβούνε οι νιοι μπροστά στον Ελικώνιο αφέντη ναν του τον σφάξουν, κι' ο θεός θωρώντας καμαρώνει· 405 έτσι ενώ μούγκραε, η αντρικιά φτερούγιασε ψυχή του. Κατόπι τον Πολύδωρο με το κοντάρι τρέχει να πιάσει, του Πριάμου γιο.

«Τις γίδες που βατεύονται γιδοβοσκός θωρώντας λιγώνεται απ' τη ζήλεια του που δεν εγίνη τράγοςΑρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. «Και συ θωρώντας τα ώμορφα κοράσια να γελάνε λιγώνεσαι απ' τη ζήλεια σου που δεν τα συντροφεύεις». Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.

Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος• μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη, 'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115 κάπουθε, καιτα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις, να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του. μ' αυτάτον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκετα πρόθυρα, ότι εντράπη πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120 το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι, και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Κι' οι Δαναοί, θωρώντας τον πως έφεβγε απ' τη μάχη, 440 πιο ορμούν απάνου στους οχτρούς και ξαναβρίσκουν θάρρος.