Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Μερικοί όπου βρίσκανε ίσκιο, πέτρα ή ξύλο σωριάζονταν απάνου, τέντωναν τα πόδια τους· κύτταζαν με λύπη τα χαλασμένα παπούτσια τους, τις ματωμένες γάμπες τους. Βαθύ ξανάσασμα έβγαινε από τα στήθη ολουνών που τέλειωσαν. Πάει κι αυτό! Κάμποσοι αργαστηριάρηδες έφευγαν με τα κλειδιά στα χέρια για ν' ανοίξουν τ' αργαστήρια τους, να πιάσουν πάλε τη δουλειά.

Όταν καθότανε κανείς στη μικρότερη βεράντα και κοίταζε τις βελανιδιές και τον ήσυχο κόλπο πέρα από τον κήπο, δεν μπορούσε να μη στοχαστή πως όλα, όσα είτανε χτισμένα και καλλιεργημένα εδώ, θα χανόντανε μια φορά και πως θαρχότανε μια μέρα, που νέοι άνθρωποι θα βρίσκανε κρυμμένο στη γις ό,τι στέγασε τη χαρά και τη λύπη κ' έδωσε τροφή στο σώμα ανθρώπων ξεχασμένων από καιρό.

Μήτε κουκούτσι ουσία δεν έκρυβαν τατέλειωτα λόγια τους. Και καθώς όταν πήγαιναν τότες οι Έλληνες στα Μαντεία, δε ρωτούσαν πια για πολέμους και για νίκες, παρά για γάμους και για προικιά, έτσι κι όταν άκουγαν την ανούσια εκείνη ρητορική, βρίσκανε στο τέλος άδειο και το πουγγί τους από χρήματα, και το κεφάλι τους από κάθε ιδέα. Το κακό είταν αρχινημένο από καιρό.

Αλλ' ο Αγαθούλης έλπιζε, πως ο σοφός θα τον έκαμνε να ξεχνά τις λύπες του στο ταξίδι· οι αντίπαλοι του σοφού βρίσκανε, πως ο Αγαθούλης τους αδίκησε πολύ, αλλά τους κατεύνασε δίνοντας στον καθένα εκατό πιάστρα. &Τι τους συνέβη στο ταξίδι του Αγαθούλη και του Μαρτίνου.& Ο γέρο-σοφός, που ονομαζότανε Μαρτίνος, επιβιβάσθηκε τέλος με τον Αγαθούλη για το Μπορντώ.

Μα αυτοί είναι κακοί κυνηγοί κ' έχουνε σκυλιά κακογυμνασμένα, που τρέχοντας πολύ και γαυγίζοντας δυνατά έδιωξαν τα γίδια από τα όρη και τους κάμπους κατά τη θάλασσα, σαν λύκοι. Μα θα μου ειπούν: έφαγαν τη λιγαριά· βέβαια, αφού δε βρίσκανε στην αμμουδιά χορτάρι ή κουμαριά ή θυμάρι. Μα χάθηκε το καΐκι από τον άνεμο και τη θάλασσα· αυτά όμως είναι του χειμώνα δουλιές κι όχι των γιδιών.

Έτσι όσο ακίνητη ο θεός κρατούσε την αιγίδα, βρίσκανε κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· μα όταν κατάματα έπειτα θωρώντας τους Αργίτες 320 την τράνταξε, κι' απέ έσκουξε σκουξιά φριχτή μεγάλη, τότες τους νάρκωσε το νου, παράλυσε η καρδιά τους.

Πώς χαμηλώναμε τη φωνή μας από φόβο μην ταράξουμε κείνη, που στην ακοή της δεν μπορούσε να φτάση ήχος πια! Τα παιδιά μου φαινόντανε μεμιάς σα δυο συνομίληκοί μου, που τα αιστανόντανε και τα εννοούσαν όλα. Δεν το βρίσκανε διόλου παράξενο πως η μαμά θα πήγαινε να βρη το Σβεν. Δεν τα πείραξε διόλου η ιδέα πως η μαμά έφευγε γιατί δεν ήθελε να ζήση. Δεν τανησυχούσε καμιά θεωρία. Δεν κρίνανε.

Τέλος καταντούσε να ζητούν οι δύστυχοι οι φιλόμουσοι βοήθεια από τους καραβοκυρέους, να τους γλυτώσουν από τους άγριους, αυτούς σοφούς· επειδή δεν είταν οι μεσίτες μονάχα, μα κ' οι ίδιοι οι δάσκαλοι κατέβαιναν και τους καμάκευαν. Ανάστατη γίνουνταν η χώρα σαν έφταναν τέλος οι ξένοι. Βρίσκανε τους δασκάλους μοιρασμέους σε κόμματα, τους μαθητάδες το ίδιο.

Και να του είχε παρουσιαστεί μπροστά του ολοζώντανος ο θάνατος, δε θα τονέ συγκινούσε δυνατότερα. Οι φίλοι του όμως εκεί όξω στο νησί το βρίσκανε παράξενο πώς μπορούσε ένα τόσο μικρό παιδί να μιλή για τέτοιο πράμα.

Το σκαρί της όμως δεν είταν από μαζώχτρες. Εκεί καταστάλαξε, μα πούθε ξεκίνησε, ένας θεός το κατέχει. Α με πολυσφίξης, θα σου αποκριθώ πως ξεκίνησε από λαμπρότερων αιώνων αγκάλες, από τα μακαρισμένα τα χρόνια που οι αθάνατοί μας τεχνίτες βρίσκανε πρότυπα όπου κι αν πρωτογύρευαν.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν