United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχονται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.

Θυμάσαι το μεγάλο δέντρο που ήταν δίπλα στο καλυβάκι του γέρου; — Τον πλάτανο λες; — Ναι· τον πλάτανο, που δεν έφταναν να τον αγκαλιάσουν οχτώ ανθρώποι. Θέλησε να τον ξερριζώση κι εκείνον.

Στο αναμεταξύ περνούσα, κατά την υπόσχεση πούχα δώσει, από το δρόμο τον Βαγγελιού. Κιαν μέβλεπε αυτή από το βάθος του σπιτιού δεν ξέρω· εγώ όμως δεν την έβλεπα και μόνο κάποτε ήκουα τον απαίσιο της βήχα. Από τη μητέρα της έμαθα πως από το κακό στο χειρότερο πήγαινε. Αλλά κιαυτή δεν παράλειψε να μου πη ότι δεν ήθελε να μπω στο σπίτι, για να μην έχη νέα λόγια και την έφταναν τα βάσανά της.

Έννοιωσε μαζί με τον αέρα, που ανακάτωνε τα μαλλιά της, που της ξεσκέπαζε το στήθος της, που έδερνε το πρόσωπο της με λύσσα, μια παράξενη, ανακατωμένη βοή. Γέλια, τρελλά γέλια, ξεκαρδισμένα γέλια, έφταναν στ' αυτιά της από μακρυά, όλο περισσότερα, όλο δυνατώτερα. Γέλια ατέλειωτα, ξεκαρδίσματα, σαν χάχανα ξελογιασμένης γυναίκας. Ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό να την πνίξη.

Οι ραντίδες που έφταναν απάνω μας, στο πρόσωπό μας, επίστευες πως ήσαν κάτι από το κορμί τους και τις εσφίγγαμε στον κόρφο, τις εφέρναμε στα χείλη με φλογερή αχορταγιά. Τα φτερά του πόθου επετούσαν ολόγυρά μας κ' ερράπιζαν τη συνείδησι. Ερρίχναμε πορτοκάλια· επετούσαμε μεταξομάντηλα.

Λέτε πράγματα χωρίς να σκέφτεστε, ντόνα Νοέμι! Ο ανιψιός σας δεν έχει χρήματα για να μπορέσει να με πληρώσει, αλλά και αν ακόμη είχε, δε θα του έφταναν!», είπε ωστόσο, τρέμοντας από μνησικακία, και η Νοέμι ξανακάθισε ακουμπώντας τα χέρια επάνω στα γόνατα για να κρύψει το τρέμουλο. «Όσο για λεφτά, έχει! Όχι δικά του, αλλά έχει.» «Και ποιος του τα δίνειΈξι μάτια τον κοίταζαν έκπληκτα.

Κι όσο λοιπόν έκαναν αυτά στην ανοιχτή θάλασσα, εχανόταν η βοή, επειδή οι φωνές σκορπιζότανε σε απλωτό ορίζοντα· άμα όμως, προσπερνώντας ένα κάβο, μπήκανε σε κόρφο σαν μισοφέγγαρο και βαθουλό, ακουότανε δυνατώτερη η βοή κ' έφταναν ξάστερα στη στεριά τα τραγούδια, που με το χρόνο τους ετραβούσαν κουπί.

Τα πρώτα φύλλα του που κιτρίνισαν, σαν μάτια που άνοιξαν στο φως της αλήθειας, είδαν το άπειρο που τον περίμενεκι' ο πλάτανος ανατρίχιασε στη σκέψη πως θα γνωρίση το σκοπό του. Απ' το ρυάκι που τον ποτίζει δεν πέρνει πλέον τίποτε υλικό. Ακούει μονάχα το τραγούδι του νερού στο φεγγάρι. Λίγολίγο κιτρίνιζε. Λίγολίγο έφταναν στα κλαριά του χρυσοί στοχασμοί.

Τι λες να είνε; ηρώτησεν εν αδημονία το Λιαλιώ. — Χωρίς άλλο θα είνε για μας, απήντησεν ο νέος. — Βγήκαν να μας κυνηγήσουν; — Εμάς γυρεύουν, χωρίς αμφιβολία. — Και τι μεγάλη βάρκα είνε αυτή; — Αυτή είνε σκαμπαβία, με πολλά κουπιά, που κόβει δρόμο. — Ώστε αν είμασταν μπροστά εκεί, θα μας έπιαναν; — Αυτοί έχουν πλώρη το Τραχήλι. Σε λίγο θα μας έφταναν, αν είχαμε κάμει δρόμο προς τα εκεί.

Αν ρωτάς για τους ανέμους, αισθανόταν το φύσημά τους τρεις ώρες πριν κινήσει το πρώτο φύλλο. Θάλασσα, ουρανός, στεριές, άστρα, σύγνεφα, του ήλιου ανατολή και βασίλεμα δεν είχαν γι' αυτόν κανένα μυστικό. Εμιλούσαν στην ψυχή του μέσα. Και δεν τον έφταναν μόνον αυτά· ήθελε περισσότερα. Ήθελε πάντα να μαθαίνη τα μακρινά. Όπου δεν έφτανε το μάτι επετούσε περίεργη η φαντασία του.