Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Εψιψίριζε, εχόχλαζε μες το βαθουλό τηγάνι το φρέσκο ταγουρόλαδο, ξεροψήνοντας ταφράτα φειδωτά λαλάγκια. Εξερογλυφόμαστε εμείς, τρίβοντας με τα δυο χέρια τα μάτια. Όχι τόσο από τον πυκνό τον καπνό, όσο από την παιδιακήσια μας λιχουδιά. Η μάνα ανακάτεβε το τηγάνι με ταδράχτι. Μας εξάνοιγε καθετόσο μες απ τον καπνό, κ' εχαμογελούσε. Γύριζε πάλι και μας έλεγε χαϊδεφτά,

Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. τον χρόνον όλον έμειναντον τόπο μας εκείνοι, 455 και πλούτη έμβασαν άπειρατο βαθουλό καράβι• και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουντην πατρίδα, της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. ήλθ' άνδρας πολυήξεροςτο σπίτι του πατρός μου, και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460 και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μουτο δώμα την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. ωστόσον αυτός ένευσεν αμίληταεκείνην, και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισετο πλοίο. από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465 και τράπεζαιςτον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, όπ' είχαν πάειτην σύνοδο του δήμου να καθίσουν. και αυτή τρεις κούπαις έκρυψετον κόλπο της κ' επήρε, κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470 και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, αυτούτο καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475 ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα• αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνητην γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. κει την ερρίξαν, ηύρεματαις φώκαις καιτα κήτη, 480 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραντην Ιθάκη, οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».

Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν 795 που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα· τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.

Κι όσο λοιπόν έκαναν αυτά στην ανοιχτή θάλασσα, εχανόταν η βοή, επειδή οι φωνές σκορπιζότανε σε απλωτό ορίζοντα· άμα όμως, προσπερνώντας ένα κάβο, μπήκανε σε κόρφο σαν μισοφέγγαρο και βαθουλό, ακουότανε δυνατώτερη η βοή κ' έφταναν ξάστερα στη στεριά τα τραγούδια, που με το χρόνο τους ετραβούσαν κουπί.

«Ο Δίας κ' οι αθάνατοι άλλοι θεοί μη δώσουν σεις απ' εμέ να φύγετετο βαθουλό καράβι, ωσάν απ' άνθρωπον γυμνόν και τέλεια στερημένον, οπού σκεπάσματα πολλάτο σπίτι του δεν έχει, για να κοιμάται μαλακά και αυτός και όσους ξενίση. 350 κ' εμέ σκεπάσματ' εύμορφα, παπλώματα δεν λείπουν, του ανδρός εκείνου όχι ποτέ ο γόνος, του Οδυσσέα, 'ς του πλοίου το σανίδωμα δεν θα πλαγιάση, ως ότουτην ζωήν είμαι, κ' ύστερα τα τέκνα μου όσο ζήσουν, τους ξένους να φιλοξενούν, 'ς το σπίτι μου όσοι τύχουν». 355

Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε• «Ποιος ηξεύρει εάν και αυτόςτο βαθουλό καράβι θα πλανάται μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα; εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 335 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».

Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη. και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκεςτα χέρια. και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, κ' έδωκανόλους απαρχήτα γεμιστά ποτήρια, 340το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν. και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα εκίνησαν να πορευθούντο βαθουλό καράβι. και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε• 345

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν