United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωστόσο υπάρχουν κάποια σύνορα ακόμη και στον αριθμό των ανεξιχνιάστων μυχών και δυνατόν κάποια μεγαλύτερη ανάπτυξη της συνήθειας της εσωτερικής έρευνας ν' αποδειχθή καταστρεπτική για τη δημιουργικήν ικανότητα, στην οποία ζητεί να προμηθεύση φρέσκο υλικό. Εγώ ο ίδιος πάω να πιστέψω ότι η δημιουργία είναι καταδικασμένη. Γεννιέται από μια πολύ πρωτόγονη φυσική ώθηση.

Και επήγε την ώραν εκείνην να πάρη ολίγον φρέσκο κρασί, να το έχη διά το πασχαλινόν της πρόγευμα, οπού ήτο . . πολύ στομαχικόν και ευωδίαζε πεύκον, καθώς έλεγε, και ήτο πολύ στυλωτικόν, δι' αυτήν οπού είχε τόσον αδυνατισμένο στομάχι. — Είπα κ' εγώ, τέκνον μου, απήντησεν η κοσμοκαλογραία. Γιατί τότες, μαθές, σαν αποκόβεται από τη δουλειά, είνε, μαθές, μεγάλη αμαρτία.

Διά τούτο πολλάκις η Κρατήρα, αν και είχε ψωμίον, εύρισκεν αφορμήν να ζυμώση, για φρέσκο τάχαπότε πίττα, πότε τυρόπιττα, διά να μανθάνη εις τον φούρνον τα νέα της γειτονίας της και του χωρίου. Ενίοτε όμως ο μπάρμπα-Σταύρος εθύμωνεν. Όσον επιεικής και αν είνε κανείς, πάντοτε είνε καμωμένος από νεύρα.

Ο Μπάρμπα-Σταύρος θάνε σαν ρουφός μεςτον πάγο, φρέσκος-φρέσκος, όπως διατηρούν φρέσκατην Αθήνα τα ψάρια. — Ας μη λαχταράη το ψάρι, παρετήρησεν ο Κομποδήμος, και περίμενε νατο κάνη φρέσκο το χιόνι. Τι, θάλασσα είνε το χιόνι νάχη φρέσκα ψάρια; Αίφνης ο ποιμήν ο οδηγός εσταμάτησε κατηφής.

Βλέπων τα ράφια γεμάτα ψωμία, εις δε την τράπεζαν παρατιθεμένην κάτασπρην πίτταν, ωργίζετο, πλην εις βάρος του, διότι έτρωγεν αρπαχτά την ζεστήν πίτταν, — εζήλευε να τρώγη η Κρατήρα φρέσκο, και αυτός ξηροκόμματα, ως τα έλεγε τότε τα ψωμία από την ζήλειαν τουκαι έπιπτεν όλη εις το στομάχι του και παρεπονείτο την νύκτα.

Από τη στιγμή αυτή, περνώντας για φίλος, το Δάφνη σιγά- σιγά δεν τον επρόσεχε καθόλου, μα μονάχα στη Χλόη έφερνε κάθε μέρα ή φρέσκο τυρί ή στεφάνι άνθινο ή όμορφο μήλο· της επήγε κάποτε και μουσχάρι στο βουνό γεννημένο και καρδάρα χρυσοκέντητη και τα μικρά βουνήσιων πουλιών.

Εψιψίριζε, εχόχλαζε μες το βαθουλό τηγάνι το φρέσκο ταγουρόλαδο, ξεροψήνοντας ταφράτα φειδωτά λαλάγκια. Εξερογλυφόμαστε εμείς, τρίβοντας με τα δυο χέρια τα μάτια. Όχι τόσο από τον πυκνό τον καπνό, όσο από την παιδιακήσια μας λιχουδιά. Η μάνα ανακάτεβε το τηγάνι με ταδράχτι. Μας εξάνοιγε καθετόσο μες απ τον καπνό, κ' εχαμογελούσε. Γύριζε πάλι και μας έλεγε χαϊδεφτά,

Ο άλλος με το φρέσκο πρόσωπο και την πρόστυχην όψη μπορεί νάταν υπηρέτης· και ο μουτζουρωμένος κείνος κατεργάρης με το ζαρωμένο στόμα και το γωνιαίο κεφάλι θα εξασκούσε το ελεύθερο επάγγελμα του κάλφα σε τσαγκάρικο ή του βοηθού σε κάποιο μαραγκό. Έμεινεν ευχαριστημένος από τις παρατήρησές του, κι' εξακολούθησε να κυττάζει με μεγαλείτερην ακόμη προσοχή.