United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε ένας με την ιδέαν του γυναίκα. Εσύ προτήτερα για τον σκοπόν σου το εύρισκες ολίγο το χιόνι, εγώ τώρα για τον σκοπό μου το βρίσκω πολύ. Πάνε, κακομοίρα, η εληαίς, πάνε! Είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και ροφήσας μια, κατέβασεν ως την μέσην την μποτιλίτσα, υπολογίζων ότι είχεν ανάγκην ικανού θερμογόνου. — Δεν βλέπεις, πώς τρέχει ο κόσμος πρωί πρωί, μόνε θέλεις ν' αφήσουμε τα χτήματά μας;

Πλησίον εις το ρεύμα του μικρού χειμάρρου, εις το αμμόχωμα, το χιόνι καθώς έπιπτεν, έλυωνε. Η συντέκνισσα έλεγεν — Ο Χριστός μαζί μας! Ενόει πρώτον το Άγιον Αρτοφόριον, το οποίον ο παπάς είχε βάλει εις τον κόλπον του, είτα το Άγιον Μύρον και τα ιερά σύμβολα, Ευαγγέλιον και Σταυρόν.

Δεν ημπορεί διόλου, είπεν ο Κέβης. Εξέτασε λοιπόν, παρακαλώ, είπεν ο Σωκράτης, ακόμη και το εξής, διά να ίδωμεν αν θα το παραδεχθής· ονομάζεις κανέν πράγμα ζεστόν και κρύον; Ναι βέβαια, είπεν ο Κέβης. Άρα γε εκείνο, το οποίον ονομάζεις χιόνα και φωτιάν; Μα τον Δία, όχι βέβαια. Αλλά το ζεστόν είναι άλλο παρά η φωτιά και το κρύον άλλο παρά το χιόνι; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Ναι, είπεν ο Κέβης.

Τα νερά έφτακαν ως το Νιοχώρι και τα καΐκια πάγαιναν ως το χάνι της Ασφάκας. 1879 . Η πείνα πήρε ποδάρι. Τ' αλεύρι πήγε γρόσια 4 ως 4 1/2 την οκά. 1880, 7 Γενναριού , πάγωσε η λίμνη. Και το χιόνι βάσταξε 15 μέρες καταγής. 1880, Φλεβαριού 27, έπεσε η μονέδα της Τουρκιάς. Το μετζίτι από γρόσια 23 ήρθε 19.

Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. 555ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη, 'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάσητην πατρίδα• ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, όπωςτα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. 560 και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου• αλλάτα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα, 'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν, όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων• 565 χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι, αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους• ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη.

Ολοένα το χιόνι κάτω αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό χυτό και ήσυχο, και τόρα ομαλό βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό κι ανεμισμένο έπεφτ' έπεφτε, ολοένα έπεφτ' απάνωθε· ολοένα κ' οι πολεμιστάδες οι τρανοί, χωμένοι μέσα στην αρμονική χιονιά, καλοπροφυλαγμένοι πίσω στ' απολέμητα ταμπούρια τους, εμάχονταν αγριεμένοι, τρομεροί, σε δυο ανυπόταχτα στρατόπεδα χωρισμένοι, — η Κατωρούγα η φοβερή με την αντρειωμένη Απανωρούγα. .

Οι ξύλινες οι φράχτες γύρω, πλεγμένες από λυγαριές μες τα κηπάρια, έδειχναν τόρα, κάτω από το χιόνι το πυκνό που τις εσκέπαζεν ολόπηχτο, πανώριες μάντρες μαρμαρόχυτες, φανταχτερές, χτισμένες μαγικά από το πιο άδολο κι ασπρήτερο μάρμαρο, που μες τα πέτρινα τ' αβάθητα τα σπλάχνα της βουτώντας, ανέβασε στη γη ο άνθρωπος, να βαρυθεμελιώση παλάτια ονειρεμένα, μυριοπέτυχα.

Είχον αναστήσει πλέον. Όταν εξημέρωσε, το χωρίον ευρέθη κουκουλωμένον από άσπρο-άσπρο χιόνι. Και δεν ήτο ολίγον το λευκόν του χειμώνος προϊόν.

Ο φιλόσοφος δεν ξύπνησε από τότε. Στο μάρμαρο του έρημου τάφου κάθονται δυο ανθρώποι. Το παλιό κιτρινισμένο μάρμαρο μέσα στο φως του φεγγαριού φαίνεται κατάλευκο σα χιόνι. Κι' ο γέρος λέει στο παιδί: — Κάτω απ' αυτό το μάρμαρο κοιμάται ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Το παιδί χαϊδεύει το λευκό μάρμαρο με τα παχουλά του χεράκια. Κι' ο γέρος ανιστορεί την ιστορία του φιλοσόφου.

Το χιόνι εστοιβάζετο εις την κοιλάδα, όπως και επάνω εις τα υψηλά βουνά. Η Νεράιδα του Πάγου εκάθητο εις την υπερήφανον έπαυλίν της, η οποία κατά τον χειμώνα αυξάνει εις μέγεθος.