Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν· και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, 205 'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει, και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν, όμοια τα ωραία μάγουλατα δάκρυα της ελυόναν, ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της· και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· 210 αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν, 'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πάλιαυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε· «Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, 215 εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους εξένισεςτο σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις, ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε, και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν».

Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα-ήμερα, κ' ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι' από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κ' έλεγα κ' εγώ ο χαημένος: νάμουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω!

Ο Χείμαρρος συμπαρέφερε κάποιο ξερριζωμένον έλατον και εις το νερό εσχηματίζοντο εμπρός στρεφοδινούμενοι κύκλοι· ήτο ο Ίλιγγος, περισσότεροι του ενός, εκείνοι που στροβιλίζουν επί του εν παφλασμώ χωρούντος Χειμάρρου· η σελήνη εφώτιζε το σωριασμένο επάνω εις τας κορυφάς των ορέων χιόνι, εφώτιζε και τα ζοφερά δάση και τα λευκά παραδοξόσχημα σύννεφα, τας νυκτερινός Μορφάς, τα Πνεύματα των Δυνάμεων της φύσεως· ο κάτοικος του βουνού τα έβλεπε μέσα από τα τζάμια των παραθύρων του· έπλεον εκεί κάτω αγεληδόν εμπρός από την &Νεράιδα του Πάγου.&

— «Τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ!... » Χτυπάει ο σήμαντρος! Γλυκοχαράζει βαθυά η ανατολή μέρα με ξαστεριά. Όλο το Μικρό Χωριό ανοίγει τες θύρες του. Πηγαίνει στην εκκλησιά κι' είναι βέβαιο, ότι το ίσκιωμα πήρε με την ώρα του το δρόμο του ποταμού. Και στα σωστά φαίνονταν ο τορός του μουλαριού ψηλά στο χιόνι να καταιβαίνη στον ποταμό.

Με τα σωστά σου, Σταύρο; Παρετήρησεν εκπεπληγμένη η Κρατήρα, ήτις, προ της απροσδοκήτου αυτής ιδέας του συζύγου της να εξέλθη εις τον ελαιώνα, εύρε πολλήν την χιόνα και άβατον, ην πρότερον έκρινεν ολίγην, κολακεύουσα την αδυναμίαν της ως προς τους φούρνους. — Με τέτοιο χιόνι!, επανέλαβε πάλιν η Κρατήρα και προσήνεγκε εις τον σύζυγόν της την μποτίλιαν με το τσίπουρο.

Το κοπάδι σου!; και πού βόσκει εδώ; Εδώ μόνον χιόνι και βράχοι είναι! — Ξέρεις πολύ, τι είναι εδώ! είπε το κορίτσι και εγέλα. «Εδώ πίσω μας, κάτω, είναι ένα λαμπρό λιβάδι! εκεί πηγαίνουν η κατσίκες μου! Της βόσκω με επιμέλειαν! καμμία δεν χάνω. Ό,τι είναι δικό μου, μένει δικό μου!» — Είσαι θρασεία! είπεν ο Ρούντυ. — Και συ! απήντησε το κορίτσι.

Απάνω εις τον Ποταμό, εις την Βραΐλα, έχει δουλειά τακτική. Και ήρχοντο και παρήρχοντο η καλαίς ημέραις. Και πάλιν ξαναήρχοντο και πάλιν παρήρχοντο. Και το σπιτάκι που έλαμπε πρώτα σαν το χιόνι επάνω εις τον Βράχον με την αυλίτσα την κάτασπρην, εμαύρισε σαν φούρνος πλέον από τον καπνόν της δυστυχίας. Έτσι μαυρίζει κ' η καρδιά που έχει μέσα λύπη. Αι γειτόνισσαις δεν την επίστευον πλέον.

Διαβαίνει ανήφορους και μονοπάτια, Βράχους απάτητους, νεροσυρμαίς, Εξημερώθηκε μεςτα Παλάτια, Εψυγομάχησε χίλιαις φοραίς. Το μνήμα επρόσμενε ...Λιγάκι ακόμα Να φτάση τώλειπε... πετιέται ορθός. Πηδά, ανδρειεύεται... το έρμο χώμα Σφίγγειτα δόντια του, πέφτει νεκρός. Το βράδυ ανέλπιστα πιάνει το χιόνι Κι' ο τάφος κρύβεται βαθειά βαθειά.

Και συ λαιμέ μου κάτασπρε σαν του βουνού το χιόνι, Σαν σας σταλάζω με φλουριά και με διαμάντια τόσα, Μη για χορό συντάζεσθε, μήνα σε γάμο πάτε;... Πέτε, πού ο γάμος γίνεται και πού ο χορός κρατιέται; Πούναι κι' ο νηός που θα σας 'δή και θα σας αγαπήση Κι' ακολουθώντας σας θαρθή να σας χαρή μια μέρα; Εσάς σας χαίρεται η ερμιά.

Το χτύπησα τότε τ' άλογο, για ύστερη φορά, με όση δύναμη είχα απάνω μου, και σα να έκανε φτερά το καημένο το ζώο, βρεθήκαμε στην κορφή της χιλιοπόθητης ράχης! Δόξα σοι ο Θεός! «Εκεί το κρύο και το φύσημα του βοριά, και το χιόνι θα είταν δυνατώτερα, αλλά το Χωριό μου, που μου έδειχνε το συμπαθητικό πρόσωπό του, από μια ντουφεκιά τόπο μακρυά, μ' έκανε να μη αιστάνωμαι την αγριάδα τους.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν