Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Όσο και να μου φαίνεται τώρα αυτό παράξενο, τότε είμουνα γεμάτος βεβαιότητα. Πίστευα κ' είμουνα με την πίστη μου ευτυχισμένος όσο δε λέγεται. Ποτέ μου άλλη φορά δεν αιστάνθηκα περσότερη χαρά κ' ελπίδα, όσο όταν άρχισε να πέφτη το χειμώνα αυτόν το χιόνι και νοιώσαμε κείνο το ξεχωριστό κρυφό αίστημα, που είναι χαραχτηριστικό των βορεινών κλιμάτων πως είμαστε αποκλεισμένοι απ' όλους κι απ' όλα.

Κι όχι πουλιά και μήτε αηδόνια τον ερχομό σου εδώ να υμνήσουν, άλλοι ήχοι θέλω να ξυπνήσουν κι άλλο ψιθύρισμα στα κλώνια. Τον κάμπο δες πως πέρα απλώνει· έτσι ήταν που άπλωνε το χιόνι, έτσι το κύμα ήταν στρωμένο, έτσι ήταν που περνούσες μόνη· ήταν το αέρι ξυπνημένο και σώπαινε βαθιά το αηδόνι, λες το τραγούδι σου και ξέρει να το λαλή μόνο το αέρι.

Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί. — Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω. Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου. — Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι. Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.

Από τον κατάφυτο Ελικώνα, από της Αράχοβας τις ράχες δροσερές πνοές κατέβαιναν από τα θεόρατα ύψη του Παρνασσού απάνω, και της ασπροντυμένης πέρα Γκιόνας από το πρώιμο χιονοπωριάτικο χιόνι, κρυερό βορριδάκι ξεχύνουνταν. Στο πλάι μας σ' όλες τις σανιδένιες μπαράγκες του δρόμου οι διακόσοι νευρωμένοι κι ηλιοκαμένοι εργάτες των ανασκαφών έχαφταν μεγάλα κομμάτια μαύρου ψωμιού μ' αχόρταγη όρεξη.

«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη τον ανήφορο αργά αργά «γκρουπ-γκρουπ- γκρουπππ.... »

Το χειμαδιό είναι καταμεσήςτης κουκουναριαίς, γερό σαν σπίτι. Ας πέση όσο χιόνι θέλη· τα γίδια του κολλήγα σου θα χορεύουν τώρα γύρωτη φωτιά, και ο γυιος μου θα παίζη το σουράβλι. Και είτα επανέλαβε πάλιν. — Να σ' πω. Να πάω να το φέρω; Και ηγέρθη ημιτρικλίζων ο ποιμήν. — Κάθησαι, κάθησαι, είπεν ο Μπάρμπα Σταύρος. Τώρα θα απολύση η Εκκλησία.

1880, Αυγούστου 1 . Ο Κ. Τσακμάκης και Β. Παπα-Κρεμύδας κατηγορήθηκαν για επαναστάτες και τους έκαμαν σουργούνι για την Πόλη. 1881, Απρίλης μήνας , και έπεσε χιόνι στες κορφές των βουνών.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στην άκρη από τον κάμπον Ένα πανέμορφο βουνό, που είναι ψηλό και μέγα, Πώχει χιλιάδες δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτη Και στην ψηλότερη κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, Οπώχει αιώνια σκέπασμα σαράντα πήχες χιόνι, Κένταγε αητό δικέφαλο με δυο χρυσές κορώνες, Που κράταγε στα νύχια του κεφάλι αντρειωμένου .

Το όπλον του ήτο χάμω μέσα στο χιόνι κοντά του. Το ανεσήκωσε, ήθελε να πυροβολήση, αυτό δεν έπαιρνε φωτιά. Υγρά, πυκνά, ως στερεοί όγκοι χιόνων σύννεφα ήσαν σωρευμένοι μέσα εις την φάραγγα.

Είναι σιμά μεσάνυχτα. Χιόνι πυκνό κι' αγέρας... Το κορφοβούνι περπατεί. Κι' αυτό το έρμο δάσος Ακόμα να μη φαίνεται, να μη μαυρίζη ακόμα; Κάποτε ακούει φουρφούλισμα κλαριού και λέει πώς τωύρε Παρέκει βλέπει ένα κλαρί, κι' άλλα παρέκει ακόμα, Κι' όσο που πάει πληθαίνουνε, ως που είδε ακέρηο δάσος.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν