Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Καββαλλακεύει τ' άλογο και χάνεται 'ςτά γνέφια. Όσο τον κάμπο να διαβή τον έπιασε η χιονούρα. Πιάνει κ' η νύχτα, η καταχνιά θολή κ' η νύχτα μαύρη. Εχάθηκαν γη κι' ουρανός και μοναχά 'μπροστά του Ανεμοστροβιλίζονταν η σπίθαις της χιονούρας. Όσο να φτάση 'ςτό βουνό ρίχνει μια πήχη χιόνι, Και χάν' τη στράτα τ' άλογο.
— Τι νάχη τρέξη τάχα; Μη δεν μπόρεσε να βγη ο παπάς από το χιόνι κι' από το σκοτάδι; — Αχ! τι καλό πράμμα να είχε το καημένο το Μικρό Χωριό τον παπά του εγκάτοικο, και να μην προσμένη παπά από το γειτονικό χωριό νάρχεται κάθε γιορτή νύχτα να λειτουργάη; — Κακό χωριό τα λίγα σπίτια! — Τι κατάρα στο καημένο το Μικρό Χωριό να μην έχη ποτέ δικό του παπά! — Κικιρίκουουουουου! Λαλούν τ' αρνίθια.
Και περιέβλεπεν εαυτόν παραδόξως, θεωρών τα κατάλευκα φορέματά του και τινάσσων αυτά ως να εξεχιονίζετο. — Χιόνι και να κάμνη τόσον κρότον! Ωνειρεύετο. — Τι είνε, κολλήγα; εκραύγασε και ο ποιμήν τότε, ημικοιμώμενος από της ζάλης. — Μωρέ τουφεκιαίς πέφτουν! παρετήρησεν. Ο γέρων ήρχισε να γελά. — Αναστήσανε πλεια! είπεν ο ποιμήν.
— Δεν εφαίνετο νάνε πολύ πιωμένος, παιδί μου· και πού βρεθήκανε τα χιόνια; Ο δρόμος ανοιχτός όλος πέρα-πέρα . . . . Ολίγο πατημένο χιόνι δω εκεί . . . . Καμπόσο χιόνι έχει μοναχά στα ψηλώματα. Και πού τα ίδετε σεις τα χιόνια; Να βλέπατε στον καιρό του παππού μου, που ήμουνα μικρό κορίτσι, δύο μπόια, τρία μπόια χιόνι . . . . Μας σφράγιζε μπροστά την πόρτα, ίσα με το ανώφλιο, δυο οργυιαίς.
Κι όσο σ' αυτόν τον ψεύτικο τον κόσμο μας θα ζήσης, Τον Τούρκο, τον αντίχριστο, ποτέ μην αγαπήσης! — Κι απ' τότε ως που μεγάλωσα κάθε χειμώνα βράδυ, Ενώ απ' όξω η αστραπαίς έσχιζαν το σκοτάδι Κ' έβρεχε κ' έρριχνε 'ψηλά 'ς τα κορφοβούνια χιόνι Και δεν ακούγονταν ψυχή ούτε η φωνή του γκιώνη, Μ' έπαιρνε η μάνα ς' τη φωτιά κι' άρχιζε να μου λέη Ά, όχι τα συνήθηα Που λεν γρηούλαις 'ς τα μικρά παιδάκια παραμύθια· Μώλεγε λόγια, που κι' αυτή διηγώντάς τα να κλαίη.
Φοβάται το χιόνι ο παπάς. Από τη χρονιά που ήλθε και τον έκλεισε το χιόνι, έκοψαν τη γιορτή. Ούτε άλλος κανένας άνθρωπος ήρθε. Ούτε η θεια Μυγδαλίτσα. Και δεν έχομε και λίγο λάδι ν' ανάψουμε τα κανδήλια. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι όσο να βράση το φαή. Εσύ, μικρέ, να κάμης ένα καλό τζουρβά. Θα φάμε τα μεσάνυχτα. Χριστούγεννα τα λένε αυτά. Τι λες Κουτσογεώργη;
Δεν παρατήρησα πως μεγαλώσανε, πως το χιόνι έσταζε από τις στέγες και πως τα δέντρα του πάρκου αρχίσανε να φουσκώνουν. Με λυπούσε πολύ πως ο χειμώνας δε βάσταξε περσότερο, για νανάβουμε νωρίτερα τη λάμπα και ναρχίζουνε τα βράδια μας προτήτερα. — Παρατήρησες, μου είπε η Έλσα ένα πρωί, πως έγινα φαιδρότερη από πριν και πως δεν κλαίω πια; Το είχα παρατηρήσει.
«Φιλήματα απ' εδώ, αγκαλιάσματα απ' εκεί, αναγαλλιάσματα από τούτη τη μεριά, γέλοια από εκείνη, σταυρόνονταν κάθε στιγμή σ' εκείνο το χαρούμενο πανηγύρι, που εγώ είμουν αιτία και κέντρο. «Στην τιμημένη και ποθητή μας Πατρίδα, η Ξενιτειά τα συμπαθάει όλα. Ζήλιες, διαφορές, μαλώματα κι' έχτρες, τα λυόνει όλα η Ξενιτειά, σαν πως λυόνει η νοτιά το χιόνι.
'Μετρούσε εις την μάχη της τριάντα καλοκαίρια, κι' ακόμη δεν εξέμαθε τα πρώτα της παιχνίδια· ωσάν το χιόνι άσπριζαν τα παχουλά της χέρια. αν και συχνά — με το pardon — εμύριζαν κρομμύδια, Κι' ήτον ο έρως μου απλούς, αθώος, παιδικός· ένα και μόνο φίλημα 'στο εύοσμο της χέρι, και τίποτ' άλλο . . . ήμουνα πολύ Πλατωνικός. . . και μήπως ηδονής σπασμούς κι' ένα φιλί δεν φέρη;
Από τα μάτια μου πέσανε βαρειές στάλες χαράς κ' ενώ έξω στην τραχειά τις στρωνότανε το απριλιάτικο χιόνι, αιστάνθηκα πως άρχισε να μου ξεπαγώνη η καρδιά. Η γυναίκα μου σηκώθηκε από το κρεβάτι, είτανε μαζί μας πάντα και δεν είχε άλλο στοχασμό παρά πώς να μας κάνη ευτυχισμένους και να νοιώθη πως χαιρόμαστε που ξαναήρθε στη ζωή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν