Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Τι δώρα αν δε μετρούσε ο γιος τώρα τ' Ατριά, αν κατόπι 515 κι' άλλα αν δεν έταζε, άσειστα βαστώντας πάθος πάντα, θάλεγα εγώ πως το θυμό μην παραιτάς, μην τρέχεις ναν τους βοηθήσεις, κι' άφισ' τους μες στα στενά να ρέψουν.

Ύστερα μετρούσε τα πιο ασήμαντα μικροπράγματα του καραβιού. Ορίστε η μεγάλη καμπυλωτή μπίγα, είχε τριανταπέντε σκαλάκια. Η άκατος είχεν εικοσιεννιά στραβόξυλα από το κοράκι της πλώρης ίσαμε το ποδόσταμο της πρύμης. Οι πάγκοι της ήταν έξη, οι σκαρμοί της μόνον εννιά, γιατί ο δέκατος είχε φύγει.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης ακουμπησμένος πάντα πίσω στην κουπαστή, με τα μάτια καρφωμένα στο πέλαγο σαν να μετρούσε ένα-ένα τα κύματα να τελειώσουν: «πάει και τούτο, πέρασε κι' αυτό», τα κύματα τα ατέλειωτα, που καταποδιαστά το ένα κυνηγούσε το άλλο, ξαφνίστηκε απ' τη φωνή του λοστρόμου, σαν να του χαλούσε το μέτρημα. Γύρισε και τον κύτταξε. — Τη δουλειά σου! είπε.

Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους, τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι, και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του, κ' εφάνη νέοςτο κορμί, προβάτων επιστάτης, ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος• διπλή φλοκάταν εύμορφητους ώμους της εφόρει, 'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχετα χέρια. 225 άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σετα μέρη τούτα, χαίρε• μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδούτα ποθητά σου 230 γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω. και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων; κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα, ή άκρ' ηπείρου καρπερήςτην θάλασσα γυρμένη235

Ο λοστρόμος ακουμπησμένος αριστερά στην κουπαστή, γαντζωμένος από ένα σχοινί, μια έβλεπε τη θάλασσα και μια τον Καπετάν-Μοναχάκη και κουνούσε το κεφάλι του. Το κρατούσανε τραβέρσο. Ο Μοναχάκης από το κάσσαρο κύτταζε στο πέλαγο, σαν να μετρούσε ακόμα τα κύματα ένα-ένα, περιμένοντας το τελευταίο. Το ένα πιο βουνό από τάλλο. Πλάκωναν σα θερία λυσσασμένα.

Μετρούσε τα λόγια του ο Βασίλειος, μα βαρούσανε. Τέτοια δεινότητα έδειξε και τότες και πάντα, που όσο τονέ θάμαζε και τον παινούσε ο δάσκαλος του ο Λιβάνιος, άλλο τόσο τονέ ζούλευε και μάλιστα και τον κατάτρεχε ο Ευσέβιος της Καισαρείας. Μεγάλος νους, μα και μεγάλη καρδιά ο Βασίλειος. Την έδειξε την καρδιά του όταν έπεσε λίμα φοβερή στην Καππαδοκία και στον Πόντο.

Ανησύχησαν όλοι κι' άρχισαν με κλάμματα να την κουνούν, για ν' ανοίξη και να ιδούν για ύστερη φορά τα μάτια της, και ν' ακούσουν για ύστερη φορά τα ευλογημένα της τα λόγια. Η δόλια η Μάννα άνοιξε για ύστερη φορά τα μεγάλα τα μάτια, και κύτταξε όλους με την αράδα, σα να τους μετρούσε έναν έναν, και τους έδωκε την ευχή της ολωνών. — «Νάχετε όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά!

Όταν έφθασε κάτω στο ποτάμι, είδε με φρίκη στις πέτρες της ακροποταμιάς ένα σώμα ξεκλειδωμένο και κομματιασμένο, σχεδόν λυωμένο· κιόλα τα γύρω ματωμένα. — Ω Χριστέ μου! είπεν ο χωρικός κέτρεμε μπροστά στο φρικτό θέαμα. Και μ' ένα βλέμμα, που μετρούσε το ύψος, είδε το τσεμπέρι της πεθαμένης νανεμίζεται κρεμασμένο στα μέσα του γκρεμού.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν