United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνο τάρμενα που τούλειπαν. Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι. — Δεν πας να γύρης, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι; — Σ' αφίνει να κοιμηθής κι' αυτή η τρελλονοτιά; Λες και θα γκρεμιστή το σπίτι! είπε η Ουρανίτσα.

Ο κήπος είταν παραμελημένος όπως κι όλο το καινούριο σπίτι, η χλόη έπνιγε τους δρόμους, όπου περπατούσαμε μια φορά, και στο κιόσκι κάτω στην ακρογιαλιά σαπίζανε τραπέζια και καθίσματα, γιατί κανένας δε διόρθωνε ό,τι χαλούσε η βροχή κι ο άνεμος. Χωρίς να χρειαστή να τους ρωτήσουμε, μας διηγηθήκανε οι δυο γέροι πως τους έτρεξε το κακό.

Η παπαδιά τους χαλούσε πάντα τη συζήτησι, με την γκρίνια της, έβαζε παντού το λόγο της, τους έβγαζε ξυνό το λίγο κρασάκι, που τραβούσαν με την ησυχία τους και λυπότανε το λάδι που καιότανε στο λυχνάρι. Ο Παπα-Παρθένης έκλεισε το δεξί του μάτι στο φίλο του, έκαμε μία χειρονομία τινάζοντας το ράσο του και υστέρα είπε σοβαρά: — Την έπιασε πάλι το κεφάλι της, την ευλογημένη.

Χαλούσε ο κόσμος και ο Αγγελής το χαβά του. — Δε σας τώπα, μωρέ, χίλιες φορές; Γιατί δε μ' αφίνετε ήσυχο; Γιατί δε λουφάζετε; Τι σας νοιάζει, μωρέ, εσάς για τις ξένες έννοιες; Κουμάντο θα σας βάλω στο κεφάλι μου; Ε; Τα σκυλιά λυσσάγανε απ' τις κουπαστές. Γαβ-γαβ! Γρρ... γρρ... Τρώγανε το ξύλο με τα δόντια τους, από τη μάνητα.

Φουμάριζε τον ναργιλέ του και το νου του στο καράβι. Όξω χαλούσε ο Θεός τον κόσμο, ο άνεμος ξερρίζωνε τα δέντρα, η θάλασσα έβραζε όξω, ο Μοναχάκης χαμπάρι. — Αφίνομε υγεία, ξάδερφε. Καιρός να σαλπάρωμε. Ο Μελιγκόνης έκανε το σταυρό του. — Έλα Χριστέ και Παναγιά. Βρήκες πάλι τον καιρό να ταξιδέψης, με την ισημερία! Ο Καπετάν-Μοναχάκης τίποτε. Δεν είχε βαστημούς.

Ο Αστρονόμος είχεν είπη περί αυτού, ότι αν ήξερε το βώδι την δύναμίν του θα χαλούσε τον κόσμον. Λοιπόν τώρα το βώδι είχε γνωρίση την δύναμίν του· και ναι μεν δεν εχαλούσε τον κόσμον, αλλά και δεν τον εφοβείτο. Εφαίνετο φρόνιμος, διότι η δυστυχής Ζερβουδοπούλα, μανθάνουσα τας απειλάς του, είχε παύση να εξέρχεται. Εάν όμως δεν έβλεπε την κόρην, έβλεπε καθ' εκάστην την μητέρα.

Κάτι του φαινότανε πως ξεκολλούσεν από κει, προχωρούσε μέσα στο πέλαγος, έφτανε στο καράβι, και χαλούσε την ησυχία της νύχτας. Ήτανε το τελευταίο συνάντημα με τη μικρή Καίτη του καφεσαντάν. Τα όμορφα λόγια και τα γλυκά φιλήματα είχανε σχηματισθεί τώρα σε κάτι μαλακό και θερμό και μεθούσανε την ύπαρξή του.

Ενόμιζε κανείς ότι όλος ο κόσμος την στιγμήν εκείνην θα χαλούσε. Ύστερα δε από λίγο μία θαυμαστή καλοκαιρία απλώθηκε, που έμεινεν ως τώρα.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης ακουμπησμένος πάντα πίσω στην κουπαστή, με τα μάτια καρφωμένα στο πέλαγο σαν να μετρούσε ένα-ένα τα κύματα να τελειώσουν: «πάει και τούτο, πέρασε κι' αυτό», τα κύματα τα ατέλειωτα, που καταποδιαστά το ένα κυνηγούσε το άλλο, ξαφνίστηκε απ' τη φωνή του λοστρόμου, σαν να του χαλούσε το μέτρημα. Γύρισε και τον κύτταξε. — Τη δουλειά σου! είπε.

Τι χάδια και τι φιλιά της κάναμε! — Δεν μπορώ, παιδιά μου, μας είπε, θα πάω να πέσω. Ήτανε γρηά, μα έκανε τα νάζια της η γιαγιακούλα. Ήθελε να την παρακαλούνε και να την χαϊδεύουν. — Έλα, γιαγιακούλα, πες μας κανένα παραμύθι, απ' αυτά που είδες με τα μάτια σου. — Δεν ξέρω, παιδιά μου, είπε πάλι η γιαγιά, σας τα είπα όλα. Δεν έχω πια άλλα. Μας λυπότανε όμως η γιαγιά, δεν μας χαλούσε χατήρι.