United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνωθεν αυτής αιωρείτο απέραντος η ερυθρά εκείνη ανταύγεια φώτων, ήτις επίκειται συνήθως πασών των μεγαλοπόλεων εν ώρα νυκτός.

Και ποιος τον ξεπερνούσε τον Πανάγο στην αρχοντιά και στη λεβεντιά; Καμώνουνταν τον κουτό ο γνωστικός ο Πανάγος, είνε αλήθεια. Μα δεν μπορούσε και να μην τα βλέπη, να μην τα νοιώθη. Κ' έτσι ήρθε ώρα και πλημμύρισαν την καρδιά του, και ξεχείλισαν, κ' έπνιξαν το λογισμό του οι μελετημένες εκείνες οι μαριολιές της.

ΡΩΣ Εγώτο Σκων θα 'πάγω. ΜΑΚΔΩΦ Είθε να έβγουν εις καλόν όσα εκεί θα γείνουν! Υγίαινε, και άμποτε να στρώσητα κορμιά μας καλλίτερ' απ' την πρώτην μας η νέα φορεσιά μας. ΡΩΣ Ώρα καλή, πατέρα μου! ΓΕΡΩΝ Νάν' ο Θεός μαζί σου, και μ' όποιον 'ξεύρει το κακόν εις αγαθόν να τρέψη και τον εχθρόν του δύναται εις φίλον του να στρέψη. Εν τω βασιλικώ ανακτόρω εις Φόρες.

Εχαμογέλασα με τ' αγαθά λόγια του γέρου, γλυκοκυττάζοντάς τον, κ' είπα : — Δεν τον γνωρίζετε το βασιλιά μας; Βουβαμάρα χύθηκε για λίγην ώρα 'ςτη μέση μας με τα λόγια μου αυτά, και μ' ολάνοιχτα γλέφαρα και με σφιγμένα χείλη, κατάματα μ' εκύτταζαν όλοι, σα νάθελαν με τη δύναμη της ματιάς των να ξεθάψουν από τα φυλλοκάρδια μου το μυστικό τ' όνομα του βασιλιά τούτου.

Ώρα των θρήνων, διατί να έλθης, την χαράν μας να την σκοτώσης; διατί; Παιδάκι μου, παιδί μου! όχι παιδί, — ψυχή μου συ! Νεκράν, νεκράν σε βλέπω. Κάθε χαρά μου θα ταφή, ω κόρη μου, μαζή σου! ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Φθάνουν οι τόσοι οδυρμοί. Είν' εντροπή σας! Φθάνει! Δεν διορθόνουν το κακόν οι οδυρμοί κ' οι θρήνοι.

Πότε γλυκοκυττάζει Ψηλά τ' αστέρια τ' ουρανού, πότε κατά το ρέμμα, Που μέσ' 'ς το φως του φεγγαριού σαν νάν' ασήμι αστράφτει, Κ' εις κάθε φύλλο από δεντρί και χόρτο που κουνιέται Γυρίζει το τουφέκι του, στηλώνη τη ματιά του ..... Κι' ουδ' ένα 'λάφι εφάνηκε, ουδέ κάν' άλλο αγρίμι, Απ' τη σπηληά π' ανοίγεται παρέκει από το ρέμμα, Ξανθαίς Νεράιδες και Ξωθιαίς αυτήν την ώρα βγαίνουν.

Και η αγάπη σε μια ώρα εφύτρωσε μέσα μου κ' ερρίζιασε σαν τον κισσό, που πιάνει κάθε κούφωμα και κάθε χαραμάδα και πρασινίζει και ανθοστολίζει αξεκόλλητα τους τοίχους του ερμόσπιτου! Την είχα εμπρός μου και ομορφιές της εύρισκα. Εμοσχοβολούσεν ο αέρας περίγυρά της· μουσική ουράνια ήταν η φωνή της· εγελούσε και οι άγριοι κάμποι άνθιζαν κ' επεντοβολούσαν.

Δρόλαπας τον επλάκωσεν ο θυμός. Με τους ίσκιους λοιπόν εμιλούσε τόσην ώρα! Αναψοκοκκίνησεν, ετινάχθηκεν ορθός και αρπάζοντας τη σκάλα ηθέλησε ν’ ανεβή, βρίζοντας θεούς και ανθρώπους. Αλλά οι ναύτες εξύπνησαν τότε, έσκασαν δυνατά γέλοια και ο θερμαστής το πειραχτήριο του Γιανιού, τον ακολούθησε φωνάζοντάς του: — Άλλο ένα Γιαννιέ!... άλλο ένα και σώνει σου!...

Η από πολλού ήδη εν σιγή πνιγομένη χαρά του Δημήτρη ολίγου δειν εξώρμα αθυρόστομος. — Πού να σ' τα . . . είπε, αλλ' ανεκόπη αμέσως. Άλλη ώρα τα λέμε, . . . έλα τώρα να σε κεράσω! υπέλαβε ταχέως, θέλων να διορθώση διά της ελευθεριότητος την παραδρομήν της γλώσσης του. Και εισήλθεν εις το καπηλείον ο Δημήτρης, . . . και έμεινεν εκεί μέχρι νυκτός.

Μα σήκω! αν τ' Αργιτόπουλα σε μέλει καν και τώρα να σώσεις απ' τα βάσανα κι' απ' των οχτρών τους χτύπους. Εσύ ύστερα θα λαχταρείς, μα τρόπο πια δε θάχει να βρεις γιατριά, μιας το κακό και γίνει· μόνε σκέψου 250 πώς θα μας σώσεις πριν πολύ απ' την κακή την ώρα.