United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και φωνάζοντας λοιπόν και συζητώντας και λογομαχώντας ο Ρωμιός άλλο δεν έχει στο νου του παρά το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είνε δικό του συφέρο. Κ' έτσι καταντούμε πάλι στην ίδια πηγή του Εγωισμού. Τέταρτο ψεγάδι, που αγαπάει, σέβεται, φοβάται, τρέμει, προσκυνάει, λατρεύει, και τέλος μιμάται τα ξένα. Σημάδι αλάθευτο μισοβαρβαρισμού.

Αλλά ο Καερδέν, όρθιος στην κουπαστή, τον χτυπάει με το κουπί του. Ο Αντρέ κλονίζεται και πέφτει στη θάλασσα. Ο Καερδέν τονέ χτυπάει πάλι με το κουπί και τον βουλιάζει μέσα στα κύματα, φωνάζοντας: «Πέθανε, προδότη! Να η αμοιβή σου για το κακό που έκανες στον Τριστάνο και στη Βασίλισσα Ιζόλδη

Έκοψαν και το δεξί του χέρι, και το παρουσιάζανε στις πόρτες φωνάζοντας «Δόστε του του αχόρταγουΤέτοια πλεονεξία την είχε ο Ρουφίνος σαν πολεμούσε. Θεός και ψυχή του του Στηλίχωνα, που θέλοντας μη θέλοντας τον υποψιάζεσαι πως αυτός ίσως καθοδήγεψε τους στρατιώτες, καθώς και τους φίλους του Ευτροπίου στην Πόλη μέσα.

Λέγουν πως έτρεχε τότες ο Ασπάρης στους δρόμους με κουβά στον ώμο, φωνάζοντας νάρθουν κ' οι άλλοι πολίτες να βοηθήσουν, και δίνοντας τους απόνα νόμισμα του καθένα. Απέθανε ο Λέοντας στα 474, δυο χρόνια πρι να ξεψυχίση και της Δύσης η μεγαλονόμαστη πρωτεύουσα, η μυριοξάκουστη Ρώμη. Δεν ξαναγεννήθηκε πια η παλιά η Ρώμη.

Εκείνος που είχε χάσει την σακκούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό, που είχε μέσα, κι' εκείνος που την είχε βρη δεν τώδινε, λέγοντας, ότι είχε δικαίωμα να βαστάξη τα μισά για βρετικά, κι' από λόγο σε λόγο πιάστηκαν, κι' άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας: «βιο μου», ο ένας και «δίκιο μουμου ο άλλος.

Όχιαπάντησε η Βραγγίνα, και καταταραγμένη, ώρμησε προς το δωμάτιο της Ιζόλδης. Αλλά ο τρελλός έτρεξε πίσω της, φωνάζοντας «ΈλεοςΜπαίνει, βλέπει την Ιζόλδη, ορμά απάνω της, με τα χέρια τεντωμένα, θέλει να την σφίξη στο στήθος του. Αλλά ντροπιασμένη, βρεγμένη από ιδρώτα αγωνίας, οπισθοχωρεί κατά πίσω, τον αποφεύγει.

Άξαφνα ένας απ' τους βοηθούς του φαρμακείου που βγήκε μια στιγμή ν' αδειάση το γουδί του έξω στο μικρό πεζοδρόμιο, μπήκε μέσα φωνάζοντας: Ακούτ' εκεί!... Το παιδί πούταν εδώ τόρα, πέθανε! — Πώς; Πέθανε! έκαμαν όλοι με μια φωνή. — Να, εκεί που πήγαινε η κακομοίρα η μάννα, γύρισε και το είδε πεθαμένο στα χέρια της... Κλαίει και μαδιέται η κακομοίρα! ...

Δένει της μπότες του, περνάει το κοντοκάπι του, της σφιχτές κάλτσες και τα χρυσά σπηρούνια. Φορεί το θώρακα, σιάζει την περικεφαλαία. Ανεβαίνει, σπηρουνίζει τ' άλογό του έως την πεδιάδα κ' εμφανίζεται με την ασπίδα σηκωμένη στο στήθος, φωνάζοντας: «ΚάρχαιξΉταν καιρός: οι άντρες του Χοέλ υποχωρούσαν κι' όλα κατά τα τείχη.

Καμιά. — Σωστά. Η τεμπελιά κατεβάζει σοφία. — Ναι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήτανε κλασσικοί τεμπέληδες. Ο φορτωμένος με το βάρος του σχοινιού ναύτης έφυγε φωνάζοντας: «Ε, ίσαααα! μπρόοοοςκι' ο Ρένας στο μισοσκόταδο του υποφράγματος αισθάνθηκε κάτι σαν υγρασία. Τινάχθηκε λίγο λέγοντας: — Μπα! Είναι η δυσαρέσκεια που φέρνει το σίδερο και το σκοτάδι του υποφράγματος.

Κι' όσο βαστούσε ακόμα αβγή και προχωρούσε η μέρα, 84 έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τα' ασκέρι· 85 όμως την ώρα που ο ξυλάς ανοίγει το ταγάρι να φάει στη βουνολαγγαδιά, τα χέρια σα μπουχτίσουν κόβε κόβε έλατα αψηλά, και την καρδιά του πιάνει λιγούρα, κι' ένα διο μπουκιές γυρέβει να δαγκάσει· την ώρα αφτή τα τσάκισαν οι Δαναοί των Τρώων 90 τα τάγματα, φωνάζοντας στα παλλικάρια θάρρος από 'να λόχο σ' άλλονε.