United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Νοέμι παρατήρησε ότι οι κάλτσες του ήταν πράσινες, ένα πραγματικά περίεργο χρώμα για αντρικές κάλτσες, και άναψε τη φωτιά μονολογώντας πάλι: «Ώστε η Έστερ του έγραψε κρυφά; Ας τον περιποιηθεί εκείνη τώρα

Δένει της μπότες του, περνάει το κοντοκάπι του, της σφιχτές κάλτσες και τα χρυσά σπηρούνια. Φορεί το θώρακα, σιάζει την περικεφαλαία. Ανεβαίνει, σπηρουνίζει τ' άλογό του έως την πεδιάδα κ' εμφανίζεται με την ασπίδα σηκωμένη στο στήθος, φωνάζοντας: «ΚάρχαιξΉταν καιρός: οι άντρες του Χοέλ υποχωρούσαν κι' όλα κατά τα τείχη.

Σα να το ξέρη η καημένη πως δε θα μ' έχη του χρόνου. . . . Ταξίδι, ταξίδι. . . . Για δες μαντιλάκια, κάλτσες, ως και βελόνια και κλωστή μούβαλε. Να κ' ένα κυδώνι, θεοκίτρινο! Ανασταίνεσαι να το μυρίζης μονάχα. Να κ' οι γόβες! Όχι, όχι, να μην τα δω τώρα. Να τα βλέπω ύστερα και να τις θυμάμαι. » Αχ, νύχτα που την πέρασα! μήτε στιγμή δεν έκλεισα μάτι, μα θαρρώ και μήτε άλλος κανένας.

Είτανε τυλιγμένος καλά σε μια κουβέρτα και φορούσε κάλτσες στα πόδια. Έτσι τονέ βγάλαμε όξω κι ο πατέρας τον κρατούσε στα χέρια στη βεράντα, απ' όπου μπορούσε να κοιτάζη κάτω στην ηλιοφωτισμένη αυλή και νακούη τους φαιδρούς σκοπούς του οργανέτου.

Στην διάλογο ακόμα μερικά από τα πιο λαμπρά μέρη είναι εκείνα που υποβάλλει το κοστούμι. Της Rosalind η ερώτηση: «Αν και ντυμένη ανδρικά, θαρρείς πως έχω στη διάθεσή μου κανένα σωκάρδι και τίποτε κάλτσεςΤης Constance τα λόγια: «Η οδύνη πιάνει τον τόπο του παιδιού μου που λείπει. Γεμίζει ταδειανά του ρούχα με το σχήμα του».

Μέσα δω η μυρουδιά είναι λεπτή και γαργαλιστική. Πολύ κοκέτα μυρουδιά.. Θέλεις να στη ζωγραφίσω; — Τώρα-τώρα θα πεις πως είσαι και ζωγράφος! — Αυτή την ώραν έχω γίνει ότι και να πεις.. Είναι μια κοκότα με λεπτές κάλτσες από μουσελίνα, σηκωμένη λίγο μυτίτσα και σικ καπελίνο.

Γιατί όταν έφτανε στον τελευταίο στίχο, το πήγαινε πια στα τέσσερα, τόσο γλήγορα, τόσο γλήγορα, σα να ήθελε να φάη την τελευταία λέξη και να την κρατήση για τον εαυτό του. Το πιάνο δεν μπορούσε να τον ακολουθήση και τούτο γιατί τα δυο ζευγάρια κάλτσες τα νόμιζε δικά του και το στίχο ολάκερο τον έπαιρνε σαν υπαινιγμό.

Μα επειδή ο μικρός είτανε καλά σε όλα τάλλα, ο μπαμπάς τονέ σήκωνε από το κρεββάτι και του έλεγε πως έπρεπε να ντυθή και να βγη όξω στον καθαρόν αέρα. Τότε σηκωνότανε ο Σβεν κι όσο είταν ο μπαμπάς μέσα προσπαθούσε να φορέση τις κάλτσες του. Μόλις όμως έβγαινε ο μπαμπάς στην πόρτα, πήγαινε στο κρεββάτι της μαμάς και την παρακαλούσε να τον αφήση να ξαπλωθή εκεί μαζί της.

Για τον μπαμπά σακκάκι, για τη μαμά τρικό και δυο ζευγάρια κάλτσες για το μικρό αδερφό. Είναι το βράδι του Άιγιαννιού κι ο Σβεν είναι ευτυχισμένος. Γιατί η μαμά του είχε τάξει πως αυτό το βράδι μπορεί να πάη να κοιμηθή όποτε θέλη αυτός.

Εκεί είτανε φυλαγμένο το τελευταίο πουκαμισάκι του και το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες, που φόρεσε. Εκεί είτανε τα μικρά του τετράδια με τα τραγούδια, η τελευταία λευκή καλοκαιρινή φορεσιά του με την όμορφη γαλάζια κορδέλα κι ο φιόγγος με τα ίδιο χρώμα στο λευκό κασκέτο. Εκεί είτανε φυλαγμένα τα μικρά χρωματιστά παπούτσια και τα βιβλία του μικρού Σβεν.