United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχει φεγγάρι. Μόνον εσύ, τι ήθελες να έλθης; — Έφερα το ράσον. Και έδειξε κρεμάμενον επί του βραχίονός της, επιμελώς διπλωμένον, το καλόν ράσον του παππά Ναρκίσσου. — Τι το έφερες; Μη είναι κρύον να τα φορέση επανωτά; — Ίσως χρειασθή, είπεν η παππαδιά. Και λέγοντες ταύτα έφθασαν εις την είσοδον του περιβόλου. — Κάθισ' εδώ παππαδιά, εις την πέτραν. θα είσαι κουρασμένη. — Όχι, δεν εκουράσθηκα.

Αλλά και τα χρυσοκέντητα ρούχα, τα νυφιάτικα, τα οποία είχε φορέσει διά να στεφανωθή, κι' αυτά επίσης ήσαν βλασφημημένα. Οι γονείς της τής τα είχαν αγοράσει έτοιμα από μίαν μητέρα, της οποίας η κόρη είχε κατεβή εις τον τάφον, πριν γείνη νύφη διά να τα φορέση. Ω, κακοσημαδιά! Και η Νειόνυφη έκλαυσεν.

Μη λυπείσαι, μαζί θα το έχωμε· με την σειρά θα το φορούμε, της έλεγεν η Φωτεινή. Εδοκίμασεν η Βασιλική να το φορέση, αλλ' εστάθη αδύνατον· εκείνο εμαζεύετο και εκόντινεν επάνω της. — Ενόησα, είπεν επί τέλους, πρέπει να γίνω πρώτα σαν και σένα!

Η Αφέντρα, ήθελε κι' αυτή να ενδυθή ξενικά, όσω μάλλον ό,τι εσώζετο ακόμη εκ της νυμφικής στολής της μακαρίτιδος Ελένης, με της οποίας το κυριώτερον μέρος είχον ενδύσει την νεκράν, δεν ήθελε να το φορέση, ένεκα προλήψεων.

Έρχεται πάλι φέρνοντας το καπέλλο και το παλτό του Φιντή. Ο Φιντής αρπάζει το καπέλλο και το φορεί. Ο υπερέτης τόνε βοηθά να φορέση και το παλτό του. Η Γιαγιά τόση ώρα στέκεται σα βυθισμένη. Που πας; που πας; Όχι, δεν πρέπει να φύγης. Έχεις υποχρέωση να καθήσης. . . Από αυτό που θέλεις να κάμης, μαντεύω πως δεν είσαι αθώος από το δυστύχημα που συνέβηκε στο εργοστάσιο.

Ομοίως αν κανείς μικρόσωμος φορέση κοθόρνους και ερίζη περί μεγέθους προς ανθρώπους οίτινες τον υπερβαίνουν πήχυν ολόκληρον.

Μαζί μας το λοιπόν πρέπει να είναι οι κυρίες, οι καλές, οι προκομμένες, που δε θέλουνε να είναι σαν τους άλλους, να μοιάζουνε με όλο τον κόσμο, που τόχουν καημό και στενοχωριούνται, άμα διούν πως η καθεμιά φορεί το φουστάνι και το καπέλλο που φόρεσαν πρώτες εκείνες. Έτσι και το δικό μας το δημοτικό το καπελλάκι, ο καθένας δεν μπορεί να το φορέση.

Μα επειδή ο μικρός είτανε καλά σε όλα τάλλα, ο μπαμπάς τονέ σήκωνε από το κρεββάτι και του έλεγε πως έπρεπε να ντυθή και να βγη όξω στον καθαρόν αέρα. Τότε σηκωνότανε ο Σβεν κι όσο είταν ο μπαμπάς μέσα προσπαθούσε να φορέση τις κάλτσες του. Μόλις όμως έβγαινε ο μπαμπάς στην πόρτα, πήγαινε στο κρεββάτι της μαμάς και την παρακαλούσε να τον αφήση να ξαπλωθή εκεί μαζί της.

Γέμισε η πόλη ξεπεσμένους Αρχόντους, κ' έμεινε αυτός ολομόναχος σαν είδος Διογένης, αφού όχι μονάχα τασιατικά φορέματα των προκατόχων του δεν καταδέχτηκε να φορέση, μα και περηφανευότανε για τακάθαρτα ρούχα του, τάκοβα νύχια, και την όχι πολύ παστρικιά γενειάδα του. Σήμανε τότες η ώρα να εφαρμώση και τα θρησκευτικά του τα όνειρα.

Στο μακρινό του όμως εκείνο ταξίδι Θεός το ξέρει πόσοι εχτροί τον τριγύριζαν... Στάλθηκε αμέσως στην Πόλη το λείψανο. Προβγήκε και το προαπάντησε η χήρα του η Χαριτώ, που της έμνησκε ένα του τέκνο, μωρό παιδί ακόμα, που αν και καμωμένο από τότες «Νομπιλίσσιμος», δεν είτανε γραφτό του να φορέση πορφύρα.