United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να βοηθά τη γυναίκα μου στα συγύρισμα αυτής της κάμαρας, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πειράζη τίποτε κει μέσα. Όλα έπρεπε να τα κάνη μόνη. Κρέμασε λευκές κουρτίνες στο μικρό παράθυρο και στο άδειο του παράθυρου πίσω από τις κουρτίνες έβαλε ένα τραπέζι.

Μα βόηθα, κι' έλα γλήγορα χύνε φωτιές και φλόγεςΕίπε, κι' ο Ήφαιστος φωτιά θεόσταλη ακοντίζει, 342 κι' ανάβει ο κάμπος, τα φυτά απ' άκρη ως άκρη πιάνουν. Καίγουνταν κύπερα φτελιές και βούρλα και τριφύλλια, 350 και καίγουνταν μυρχιές κι' ιτιές· κι' όλος ο κάμπος γύρω 351 345 ξεράθηκε, και σταματάει τ' αφροντυμένο κύμα.

Τότες ο Δίας φώναξε το γιο του Φοίβου κι' είπε 220 «Πήγαινε τώρα Απόλλο μου, τον Έχτορα και βόηθα, τι τώρα ο σείστης Ποσειδός μες στο ψαρύ του κύμα ξανάμπε, κι' έτσι γλύτωσε από το βαρύ θυμό μου.

ΚΑΛΙΜΠ. Δεν θέλω να ξέρω εγώ τίποτε από τούτα· χανουμε τον καιρό μας, και θα μας αλλάξη όλους σε πετροκαβούρους ή σε μαϊμούδες με τάσχημο κούτελο το στενό. ΣΤΕΦΑΝ. Τέρας, χεράπλωνε και συ· βόηθα να τα φέρουμε κει πώχω το βουτσάκι μου, ή διαφορετικά σ' εξορίζω από το βασίλειό μου· έλα, φέρε τούτο. ΤΡΙΝΚ. Και τούτο. ΣΤΕΦΑΝ. Ναι, και τούτο.

Βόηθα τα γιο μου... αφτός ζωή στον κόσμο σαν τους άλλους 505 δεν έχει, μα κι' ο βασιλιάς, τ' Ατρέα ο γιος, να τώρα μεγάλο τούκανε άδικο· γιατί με βιά του πήρε κι' έχει τη νια του που πρεσβιό τούχε ο στρατός χαρίσει. Μα εσύ καν Δία, βόηθα τον, βαθύβουλε Ελυμπήσε, κι' ως τότες δίνε δύναμη στους Τρώες, δίνε νίκες, ως που στο γιο μου οι Δαναοί να παν και να προσπέσουν510

Και όταν πάλιν ο ναύτης ξαγναντίση με το καϊκάκι του από τον κάβον της Γλώσσας, ή από την Ζαγοράν, πρώτα-πρώτα τον Χριστόν θα ίδη, κάτασπρον, θα κάμη τον σταυρόν του και θα πη κι' αυτός: — Χριστέ, βοήθει! Κι' αν είνε και νησιώτης, θα ισάρη επάνω, ς' το πρυμνιό κατάρτι, την σημαία του, θα χαιρετίση την πατρίδα και θα πη κι' αυτός: — Βοήθα με, Χριστέ μου!

Και θαν τον τράβαε μάλιστα με πάγκοσμή του δόξα, 165 μα η ανεμόποδη Ίριδα γοργή στον Αχιλέα τρέχει μηνήτρα, και του λέει ν' αρματωθεί, τι η Ήρα κρυφά απ' το Δία και λοιπούς την έστειλε αθανάτους. Και πήγε στάθηκε κοντά και τούπε αφτά τα λόγια «Σήκω, Αχιλέα, ολόπρωτο του κόσμου παλικάρι, 170 βόηθα για το νεκρό!

Δεν εδυσκολεύθη διόλου η Φωτεινή εις όσα είχε να κάμνει καθ' ημέραν εις του παππού· από πολύ μικρά χαράν της εύρισκε να βοηθά την μητέρα της, όσον ημπορούσεν, ώστε τώρα ήξευρε να κάμνει πολλά πράγματα. Ο παππούς με απορίαν του έβλεπε πόσον προσεκτικά καμωμένη ήτο πάντοτε η σούπα του, πόσον καλός ο καφές του. Εκαμάρωνε και την καλύβαν του τακτικά πάντοτε και καθαρά συγυρισμένην.

Γιατί είτανε τόσο ζηλότυπη για το μικρό, ώστε δε δεχότανε να τη βοηθά κανείς. Και τέλος όταν παρατήρησε πως δεν είχε πια τη δύναμη, έδωσε με δάκρυα τη συναίνεσή της κ' υποτάχτηκε στο αναπόφευχτο. Ωστόσο έπειτα από λίγες ώρες που έφτασε η νοσοκόμα, ήρθε η γυναίκα μου και μου διηγήθηκε μ' ολάστραφτα μάτια πως ο Σβεν δέχτηκε με μεγάλη χαρά τη νέα συντρόφισσά του.

Ω! ναι, τρελλέ μου έρωτα, μαζί μας πάντα γλέντα, και διαδόχων γενεαί ας γίνουν δεκατρείς, και καίε μας, και σπρώχνε μας, και τόξευε, και κέντα ... θέλει φαντάρους κι' από 'μάς η φίλη μας πατρίς. Εμπρός, και αν ασπρίσουνε τα μαύρα μας μαλλιά, βοήθα να περάσουμε κι' αυτόν τον βασιλιά.