United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί πολέμαε ο Έχτορας, μ' αλογοσύνη κι' όπλο θάματα κάνοντας κι' αντρών θερίζοντας τους λόχους· μα βήμα ακόμα οι Δαναοί δε θα κουνούσαν πίσω, αν το Μαχά το βασιλιά εκεί π' αντραγαθούσε 505 δεν τον σταμάταε της Λενιός ο ζηλεμένος άντρας, πούστειλε τρίδοντη δεξά στον ώμο του σαΐτα.

Κι' ο Πάρης δε χασομεράει στον αψηλό του σπίτι, μόνε σα χαλκοφόρεσε την πλούσια αρμάτωσά του, περνάει τη χώρα τρέχοντας μ' ακούραστο ποδάρι. 505 Σαν άλογο, που στο παχνί αργό παραχορταίνει και το καπίστρι σπάει κι' ορμά στον κάμπο πιλαλώνταςγιατί να λούζεται έμαθε στα δροσερά ποτάμιαπερήφανο έτσι, κι' αψηλά βαστάει την κεφαλή του, κι' απάνου κάτου η χήτη του στους ώμους κυματίζει, 510 κι' αφτό γιομάτο λεβεντιά, γοργά το παν τα πόδια όπου συχνάζουν άλογα και στα λιβάδια βόσκουν· έτσι και του Πριάμου ο γιος, αστράφτοντας σαν ήλιος μες στη λαμπρή του αρματωσά, κατέβηκε το κάστρο καμαρωτός, και γλήγορα τον πήγαιναν τα πόδια.

Τι του μεγάλου 'ναι Διός κι' οι Περικάλιες κόρες, κουτσές, με μάτια αλλίθωρα, με μούτρα ζαρωμένα, που κούτσα κούτσα τρέχουνε της Φρένιας καταπόδι· κι' αφτή είναι στέρια ακούραστη, για αφτό πολύ ξετρέχει 505 όλες τους, και παντού της γης προκάνει πριν και βλάφτει κάθε θνητό, κι' οι άλλες τους κατόπι τους γιατρέβουν.

Συντρόφους τόσους καταγής ο Κομματάς να βλέπη, 505 Καθόλου δεν αργοποράει να εκδικηθή, ως πρέπει· Τον παινεμένον Πλεμονά εχώρισε στη μέση, Και παγομένον παρευτύς τον έκαμε να πέση.

Κι' ο Αίας όλο φώναζε στα παλικάρια γύρω 501 «Παιδιά, ντροπής μας! Έφτασε στιγμή κι' ή θα χαθούμε, ή θα σωθούμε αν σώσουμε απ' το χαμό τα πλοία. Μη δα θαρρείτε, τώρα εδώ αν πάρουν τα καράβια, πως περπατώντας το γιαλό ως στ' Άργος θα διαβείτε; 505 Για δεν ακούτε στους οχτρούς τον Έχτορα που σ' όλους κράζει να τρέξουν και λυσσάει να κάψει την αρμάδα; Σε πόλεμο, όχι σε χορό, το ξέρτε, τους φωνάζει.

Είπαν, αλλά δεν έπειθαν την ανδρική ψυχή μου, 500 αλλά πάλι του ωμίλησα με σπλάχνα μανιωμένα• «Κύκλωπ', αν κάποιος των θνητών ανθρώπων σ' ερωτήση η άσχημη πώς έγεινεν η τύφλα του οφθαλμού σου, ειπέ τους ότι ο πορθητής σ' ετύφλωσ' Οδυσσέας Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης». 505