United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όπως γιδάδες έφκολα πλατιά γιδιών κοπάδια τα ξεχωρίζουν στη βοσκή σαν ανακατωθούνε, 475 έτσι κι' αφτούς παράταζαν κι' οι καπετάνιοι απ' τό 'να κι' απ' τ' άλλο μέρος, για να παν στη μάχη· και στο κέντρο ο Αγαμέμνος, μιάζοντας του Ποσειδού στα στήθια, στην όψη και στην κεφαλή με τον κεραβνοκράτη του Κρόνου γιο, στη λεβεντιά με το γοργό τον Άρη.

Κι' άρχισε έτσι ο θεόμιος άντρας «Τι είταν εκείνα, Αντίλοχε; Κι' εγώ 'λεγα έχεις γνώση. 570 Μου ντρόπιασες τη λεβεντιά, μ' αδίκησες τα ζώα βάζοντας τα δικά σου ομπρός που παν πολύ πιο πίσω.

Στη νιότη του ο Διοκλητιανός άλλο δεν τούβρισκε παρά βασιλική θεωρία, αντρειοσύνη και λεβεντιά, κι αυτά σώνανε για να τον κάμη Χιλίαρχό του. Τέτοια όμως τιμή στης φτωχοπούλας ταγώρι δεν μπορούσε να την καταπιή ο Γαλέριος. Τονέ μισούσε ο ζηλόφτονος Καίσαρας, και δεν τόκρυψε το φαρμάκι της όχτρητάς του.

Μα αν ναν τα μάθεις θες κι' αφτά, και θες να καλοξέρεις 150 πιά 'ναι η γενιά μουκαι πολλοί στον κόσμο την κατέχουνβρίσκεται στ' Άργους την καρδιά μια πολιτεία, η Κόρθο, κι' εκεί είταν κάπιος Σίσυφος, ο πιο μαργιόλος άντρας που ο κόσμος είδε — ο Σίσυφος, βλαστάρι του Αιόλουκι' αφτός το Γλάφκο γέννησε, κι' ο Γλάφκος τον ασίκη 155 Βελλεροφόντη, που οι θεοί τον στόλισαν με χάρες, με χάρες και με λεβεντιά και παλικαροσύνη.

Σ' αυτό απάνω, ανασηκώθηκε λιγάκι, ζύγιασε τα μάτια της κατά τη θύρα κι' είπε: — Ανοίξτε τη θύρα κι' αναμεράστε όσοι είστε μπροστά, γιατί μ' εμποδίζετε να ιδώ. θέλω να τον ιδώ τον ξενιτεμένο μου να μπαίνη μέσα μ' όλη του τη λεβεντιά..

Κι' αν μάθη η δόλια η μάνα μου κ' έρθη τη στρούγγα στρούγγα Και σας ευρή με τα λερά, για εμένα αν σας ρωτήση, Μην πήτε πως απέθανα, τι μ' έχει μοναχό της, Να ειπήτε ότι σας λέρωσεν η αναλλαξιά κι' ο κούρος, Να ειπήτε ότι μου ζήλεψαν την λεβεντιά η Νεράιδες Καιτα παλάτια τους συχνά τα ερημικά, με παίρνουν.

Μα θρήναε ο Αχιλέας κι' είχε στο νου τ' αγαπητό συντρόφι, μηδ' ο ύπνος, του κόσμου ο καταπονετής, τον έπιανε, μον πάντα 5 πότε από δω πότε από κει παράδερνε γυρνώντας, και του Πατρόκλου ανάδεβε τη λεβεντιά τη νιότη, κι' όλα όσα τράβηξαν μαζίτι κόπους πόσα πάθιαμε τ' άγριο κύμα του γιαλού και με στεριάς πολέμους.

Τηράει δεξιά, τηράει ζερβιά, τηράει κατά τη Σκάλα, «Βρε κάμπε αρρωστιάρηκε, βρε κάμπε μαραζάρη, »Με τη δική μου λεβεντιά να στολιστής γυρεύεις; »Για βγάλε τα στολίδια μου, δος μου τη λεβεντιά μου, »Μη λυώσ' όλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω

Τα κάλλη όμως που πρέπει να τανιστορή ο νους και πάντα να τα λατρεύη εδώ απάνω, είναι τα κάλλη της &Αρετής&, που σα δίδυμο αστέρι έλαμπε τότες μαζί με τη &Τέχνη& σ' αυτό το στερέωμα, και το πλημμύριζε δόξα. &Αρετή& έλεγαν τότες την παλικαριά και τη λεβεντιά. Στιγμή δεν περνούσε που να μην πατάη σ' αυτό το χώμα το βασιλικό της το πόδι.

Δαμισκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώση του κατά το ζέρβιο πλευρό και πίσω από το γόνατό του κρύβονταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι απάνουόλ' αυτά, η λαμπράδα των ομματιών του και του κορμιού του η λεβεντιά έδειχναν ότ' ήτοντην καρδιά δράκος τούτος και λιοντάριτη δύναμη. Αρχοντιά κι ωμορφιά και στόλοςτο ανάστημά του όλο.